Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

газ+ii

  • 41 углекислый

    углекислый
    прил хим. ἀνθρακοῦχος, ἀνθρακικός:
    \углекислый газ τό μονοξείδιον ἄνθρακος· \углекислый калий хим. τό ἀνθρακικό[ν] κάλιο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > углекислый

  • 42 ядовитый

    ядовит||ый
    прил прям., перен φάρμα· κερός, δηλητηριώδης, Ιοβόλος:
    \ядовитыйое вещество́ ἡ δηλητηριώδης οὐσία· \ядовитый газ τό δηλητηριώδες ἀέριο· \ядовитыйое растение τό δηλητηριώδες φυτό· \ядовитый язык перен ἡ φαρμακερή γλώσσα· \ядовитыйое замечание ἡ τσουχτερή παρατήρηση.

    Русско-новогреческий словарь > ядовитый

  • 43 болотный

    επ.
    βλ. болотистый• -ые испарения βαλτώδεις αναθυμιάσεις.
    εκφρ.
    болотный газ – ελειογενές αέριο (μεθάνειο)•
    - ая птица – πουλί του βάλτου, ελόβιο πτηνό.

    Большой русско-греческий словарь > болотный

  • 44 веселящий

    στην εκφρ. веселящий газ (χημ.) πρωτοξείδιο του αζώτου (αέριο ιλαρυντικό, χαροποιό).

    Большой русско-греческий словарь > веселящий

  • 45 выделить

    ρ.σ.μ.
    1. ξεχωρίζω•

    выделить слабых учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.

    || διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει• υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω•

    выделить цитату особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαίτερα γράμματα.

    2. παραχωρώ•

    выделить часть имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας.

    3. εκκρίνω, βγάζω•

    выделить пот βγάζω ιδρώτα.

    || παράγω•

    выделить углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα.

    4. (στρατ.) αποσπώ•

    выделить отряд αποσπώ τμήμα, βγάζω απόσπασμα.

    1. χωρίζω•

    женатые сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμένα παιδιά χώρισαν από τον πατέρα (ή τους γονείς).

    || διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    его голос -лся громче всех η φωνή του ξεχώρησε βροντερότερη απ’ όλες.

    2. εκκρίνομαι, βγαίνω•

    -лаоь слюна βγήκε σάλιο.

    || παράγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выделить

  • 46 генераторный

    επ.
    παράγωγος•

    генераторный газ παράγωγο αέριο.

    Большой русско-греческий словарь > генераторный

  • 47 гремучий

    επ., βρ: -муч, -а, -е
    βροντερός, βροντώδης, ηχηρός, βουηρός, πολύβουος.
    εκφρ.
    гремучий газ – εκρηκτικό αέριο (μείγμα υδρογόνου κ. οξυγόνου)•
    - ая змея – ο κροταλίας (φίδι)•
    гремучий ртуть – βροντώδης υδράργυρος.

    Большой русско-греческий словарь > гремучий

  • 48 завернуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•

    завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.

    2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•

    завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•

    завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).

    3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•

    завернуть налево στρίβω αριστερά.

    4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•

    он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.

    5. βιδώνω•

    завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.

    || κλείνω, σταματώ, σβήνω•

    завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•

    завернуть газ σβήνω το φωταέριο.

    6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•

    -ли морозы έπεσε παγετός.

    1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•

    -в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•

    завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.

    2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.
    3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•

    кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).

    Большой русско-греческий словарь > завернуть

  • 49 закрыть

    -крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κλείνω•

    закрыть дверь κλείνω την πόρτα•

    закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•

    закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.

    || φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•

    закрыть путь κλείνω το δρόμο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•

    закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•

    туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.

    3. σταματώ•

    закрыть воду κλείνω το νερό•

    закрыть свет σβήνω το φως•

    газ κλείνω το γκάζι•

    закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.

    || τελειώνω•

    закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.

    εκφρ.
    закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•
    закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•
    закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•
    закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.
    1. κλείνομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.
    3. επουλώνομαι•

    рана -лась η πληγή έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > закрыть

  • 50 коксовальный

    επ.
    οπτάνθρακος•

    -ая печь οπτάνθρακος κλίβανος.

    εκφρ.
    коксовальный газ – φωταέριο από οπτάνθρακα: коксовальный завод οπτανθρακοποιείο.

    Большой русско-греческий словарь > коксовальный

  • 51 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 52 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 53 подключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подключенный, βρ: -чен, -чена, -чено; ρ.σ.μ. ενώνω, συνδέω•

    подключить свет ανάβω το φως•

    подключить газ συνδέω το φωταέριο.

    1. ενώνομαι, συνδέομαι (για συσκευές κ.τ.τ.).
    2. -μπαίνω, συμμετέχω συμπεριλαβαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подключить

  • 54 природный

    επ.
    1. φυσικός•

    -ые богатства Греции ο φυσικός πλούτος της Ελλάδας•

    природный газ φυσικό αέριο.

    2. έμφυτος, σύμφυτος, από τη φύση•

    -ые способности έμφυτες ικανότητες.

    3. γνήσιος, καθαρός, πραγματικός•

    природный дворянин γνήσιος ευγενής.

    Большой русско-греческий словарь > природный

  • 55 светильный

    επ. светильный газ φωταέριο ή ανθρακαέριο.

    Большой русско-греческий словарь > светильный

  • 56 счёт

    -а (-у), προθ. о счте, на счету а.
    1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•

    счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•

    обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.

    || λογαριασμός•

    личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•

    открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•

    текущий счёт τρέχων λογαριασμός•

    сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.

    2. έγγραφος λογαριασμός•

    счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.

    3. υπολογισμός.
    4. πλθ.μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,
    5. αποτέλεσμα, σκορ•

    выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.

    εκφρ.
    -ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•
    дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•
    без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•
    в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•
    в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•
    за счёт чего – σε βάρος του•
    на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•
    на чей ή какой счётκ. за чей ή какой счёт σε βάρος•
    на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•
    по -у первый, второйκλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•
    знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•
    покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•
    не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•
    иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•
    принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•
    сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > счёт

  • 57 топливный

    επ.
    καύσιμος•

    топливный газ καύσιμο αέριο.

    || του καυσίμου, της καύσιμης ύλης•

    топливный склад αποθήκη καυσίμων•

    топливный бак βυτίο καύσιμης ύλης.

    || της εξαγωγής ή παραγωγής καύσιμων•

    -ая промышленность βιομηχανία καυσίμων.

    Большой русско-греческий словарь > топливный

  • 58 угарный

    επ. βρ: -рен, -рна, -рно του διοξειδίου του άνθρακα•

    угарный запах η μυρουδιά του διοξειδίου του άνθρακα.

    || που περιέχει διοξείδιο του άνθρακα•

    угарный воздух αέρας με διοξείδιο του άνθρακα.

    || μτφ. παράφορος, ακράτητος, αχαλίνωτος, έξαλλος φρενήρης.
    εκφρ.
    угарный газ – μονοξείδιο του άνθρακα.
    επ.
    που αποβάλλει πολύ βάρος με τη θέρμανση.

    Большой русско-греческий словарь > угарный

  • 59 углекислый

    επ.
    ανθρακικός, -κούχος•

    -ые соли ανθρακικά άλατα•

    углекислый газ μονοξείδιο του άνθρακος• — калий ανθρακικό κάλι.

    Большой русско-греческий словарь > углекислый

  • 60 чихательный

    επ.
    φταρνικός, φταρμογόνος•

    -ые вещества φταρνικες ουσίες•

    чихательный газ φταρ-μογόνο αέριο.

    Большой русско-греческий словарь > чихательный

См. также в других словарях:

  • ГАЗ-21 — ГАЗ 21 …   Википедия

  • ГАЗ-53 — ГАЗ 53 …   Википедия

  • ГАЗ-69 — ГАЗ 69А …   Википедия

  • ГАЗ-51 — ГАЗ 51 …   Википедия

  • ГАЗ-А — ГАЗ А …   Википедия

  • ГАЗ-24-10 — «Волга» …   Википедия

  • ГАЗ-АА — ГАЗ АА …   Википедия

  • ГАЗ-66 — ГАЗ 66 …   Википедия

  • ГАЗ-ММ — ГАЗ ММ …   Википедия

  • ГАЗ-63 — «ГАЗ 63» …   Википедия

  • ГАЗ-64 — «ГАЗ 64» …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»