Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+тылу

  • 1 тыл

    -а (тылу), προθετ. о тыле, в тылу, πλθ. тылы α.
    1. το πισινό μέρος οποιουδήποτε πράγματος•

    с -у από πίσω.

    || εξωτερικός•

    тыл руки το εξωτερικό μέρος του χεριού (ως προς το σώμα).

    2. (στρατ.) τα νώτα, τα μετόπισθεν•

    разведка в -у ανίχνευση στα μετόπισθεν•

    глубокий тыл τα βαθιά μετόπισθεν•

    ближний τα πλησίον μετόπισθεν.

    εκφρ.
    в тыл ударить – χτυπώ πισώπλατα.

    Большой русско-греческий словарь > тыл

  • 2 окопаться

    окоп||аться
    1. см. окапываться·
    2. перен βολεύομαι:
    \окопатьсяаться в тылу́ κάθομαι (или βολεύομαι) στά μετόπισθεν (ἐν καιρώ πολέμου). ὀκοροκ м τό χοιρομέρι, τό χοιρομήριον, τό ζαμπόν (свиной)/ ὁ μηρός προβάτου, τό μερί, τό μπούτι (бараний).

    Русско-новогреческий словарь > окопаться

  • 3 действовать

    -твую, -твуешь, μτχ. ενστ. действующий, ρ.δ.
    1. ενεργώ, δρω, πράττω•

    осторожно ενεργώ προσεκτικά (επιφυλαχτικά)•

    действовать в тылу врага δρω στα μετώπισθεν του εχθρού•

    действовать сообразно закону ενεργώ σύμφωνα με το νόμο•

    действовать сообща ενεργώ από κοινού.

    2. λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι•

    машина хорошо -ет η μηχανή καλά δουλεύει•

    телефон не -ет το τηλέφωνο δε δουλεύει•

    у меня не -ет правая рука δεν ορίζω το δεξί μου χέρι.

    || ισχύω μπαίνω σε ισχύ.
    3. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, εφαρμόζω•

    действовать ножом χρησιμοποιώ το μαχαίρι•

    действовать убеждением, угрозами χρησιμοποιώ την πειθώ, τις απειλές•

    действовать логтями σπρώχνω με τους αγκώνες, διαγκωνίζομαι.

    4. επιδρώ,επενεργώ, έχω επιρροή• ισχύω•

    действовать на нервы επιδρώ στα νεύρα•

    -ет новый закон ισχύει ο νέος νόμος.

    || κάνω εντύπωση•

    пафос оратора -л на аудиторию το πάθος του ρήτορα επιδρούσε στο ακροατήριο.

    Большой русско-греческий словарь > действовать

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»