Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+ту+же+ночь

  • 21 прокричать

    прокрича||ть
    сов φωνάζω, τσιρίζω ὠρισμένη ὠρα:
    ребенок \прокричатьл всю ночь τό παιδί τσίριζε ὁλόκληρη τή νύχτα· ◊ \прокричать (все) у́ши разг ξεκουφαίνω κάποιον, ξε-κουφαίνω τ' αὐτιά.

    Русско-новогреческий словарь > прокричать

  • 22 простонать

    простона́||ть
    сов βογγώ, στενάζω:
    раненый \простонатьл всю ночь ὁ τραυματίας βογγοῦσε ὅλη τή νύχτα.

    Русско-новогреческий словарь > простонать

  • 23 светлый

    светл||ый
    прил прям., перен φωτεινός, φεγγερός, φωταυγής:
    \светлыйая комната τό φωτεινό δωμάτιο, ἡ φωτεινή κάμαρα· \светлыйая ночь ἡ φωτεινή νύκτα· \светлыйые краски τά ἀνοιχτά χρώματα· \светлый ум τό φωτεινό μυαλό, ὁ φωτεινός νοδς· ◊ \светлыйой памяти ὁ ἀείμνηστος.

    Русско-новогреческий словарь > светлый

  • 24 темный

    темн||ый
    прил
    1. σκοτεινός/ σκούρος, μελανός (о цвете):
    \темныйая ночь ἡ σκοτεινή νύχτα1 \темныйое платье τό σκούρο φόρεμα· \темныйые волосы τά μαύρα (или τά σκοῦρα) μαλλιά·
    2. (неясный, неизвестный) σκοτεινός:
    \темныйые места в книге οἱ σκοτεινές σελίδες τοῦ βιβλίου·
    3. (подозрительный) ὕποπτος, σκοτεινός:
    \темныйое прошлое τό ὕποπτο (или τό σκοτεινό) παρελθόν это дело \темныйое αὐτό εἶναι σκοτεινή ὑπόθεση·
    4. (невежественный) ἀμαθης· ◊ \темныйая вода мед. ἡ ἀμαύρωση (τῶν ὁφθαλμών)· темным-темно разг θεοσκότεινα· \темныйое пятно́ ἡ μελανή κηλίδα

    Русско-новогреческий словарь > темный

  • 25 тихий

    тих||ий
    прил
    1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:
    \тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·
    2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:
    \тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·
    3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):
    \тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·
    4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:
    \тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·
    5. (медленный) ἀργός, βραδύς:
    \тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι.

    Русско-новогреческий словарь > тихий

  • 26 хотя

    хотя
    союз
    1. ἄν καί, καίτοι, μ' ὅλο πού, μ' ὅλον ὅτι:
    я приду́ \хотя мне и некогда... ἄν καί δέν ἔχω καιρό ὅμως θά §ρθω...·
    2. (однако, но) μολονότι· ◊ \хотя бы а) (даже если) καί ἄν ἀκόμα· я сделаю эту работу сегодня, \хотя бы мне пришлось просидеть ночь θά τελειώσω σήμερα αὐτή τή δουλειά ἀκόμα κι ἄν χρειαστεί νά κάτσω ὅλη τήν νύχτα· б) (хорошо бы) τουλάχιστο[ν]:
    ты \хотя бы пошли погуляла νά πήγαινες τουλάχιστον νά κάνεις περίπατο· \хотя бы по одному́ тому́... ἄν ὄχι γιά τίποτε ἀλλο (τουλάχιστο) ἐπειδή...· это ви́дно \хотя бы из следующего факта αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό ἐξής γεγονός.

    Русско-новогреческий словарь > хотя

  • 27 бодрствовать

    -ствую, -ствуешь ρ.δ.
    αγρυπνώ•

    ожидая нападение мы -ли всю ночь περιμένοντας επίθεση, όλη τη νύχτα αγρυπνούσαμε.

    Большой русско-греческий словарь > бодрствовать

  • 28 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 29 воробьиный

    επ.
    σπουργίτικος, του σπουργίτη•

    -ое гнездо η φωλιά του σπουργίτη•

    -ая стая σμήνος σπουργιτών.

    ουσ. πλθ. -ые τα σπιζιδή.
    εκφρ.
    - ая ночь – α) νύχτα θυελλώδικη (με συνεχή αστραπόβροντα ή μόνο με αστραποφεγγιές, χωρίς βροντές), β) η πιο μικρότερη καλοκαιρινή νύχτα•
    короче -го носа – βραχύτερος κι από τη μύτη (ράμφος) του σπουργίτη (μικρούτσικος, σύντομος).

    Большой русско-греческий словарь > воробьиный

  • 30 ворочать

    ρ.δ.
    1. μ. μετακινώ, στρέφω, γυρνώ, κυλώ• μετακινώ κυλώντας•

    с трудом -ет камни με δυσκολία μετακινεί τις πέτρες.

    2. μτφ. διαχειρίζομαι, κουμαντάρω, διοικώ όπως θέλω.
    3. μτψ. γυρίζω, περιστρέφω.
    1. γυρίζω, γυρνώ από το ένα μέρος στο άλλο, στριφογυρίζω•

    он всю ночь -лся и не мог, спать αυτός όλη τη νύχτα στριφογύριζε και δε μπορούσε νά κοιμηθεί.

    2. κινούμαι, κουνιέμαι,’ δρω, ενεργώ δραστήρια•

    эй -айтесь, надо ведь работать ε, κουνηθείτε, πρέπει να βγει και δουλιά.

    Большой русско-греческий словарь > ворочать

  • 31 глядеть

    -яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•

    глядючи, ρ.δ.

    1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•

    глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•

    пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.

    2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•

    глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.
    3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•

    окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.

    4. φαίνομαι•

    из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.

    5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.
    6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•

    -щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!

    εκφρ.
    глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•
    глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•
    коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•
    глядеть смерти (опасности, гибелиκ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•
    - я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•
    по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•
    на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•
    того и -и – αυτό και να περιμένεις•
    не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•
    -я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).
    κοιτάζομαι•

    глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•

    месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.

    Большой русско-греческий словарь > глядеть

  • 32 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 33 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 34 зайти

    зайду, зайдешь, παρλθ. χρ. зашел
    -шла, -шло
    - προστκ. зайди, μτχ. παρλθ. χρ. зашедший,
    επιρ. μτχ. зайдя ρ.σ,
    1. μπαίνω, εισέρχομαι,• зайти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο. || εισχωρώ•

    коза зашла в огород η γίδα μπήκε στον κήπο.

    || περνώ από κάπου, επισκέπτομαι διαβατικός•

    по пути домой я зашел в магазин πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασα (μπήκα) στο μαγαζί•

    зайти в редакцию περνώ από τη σύνταξη.

    || πηγαίνω να πάρω•

    зайти в детский сад за ребенком πηγαίνω στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο) να πάρω το παιδάκι.

    2. στρίβω, πηγαίνω πίσω, χάνομαι πίσω απο, κρύβομαι•

    солнце зашло за тучку ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το συννεφάκι.

    || (για ουράνια σώματα κ. μτφ.)• βασιλεύω•

    солнце зашло ο ήλιος βασίλεψε.

    || παρατραβώ, ξεπερνώ τα όρια•

    беседа зашла за ночь η κουβέντα συνεχίστηκε και πέρα από τα μεσάνυχτα•

    дело зашло далеко η υπόθεση τράβηξε μακριά.

    (απλ.) λυποθυμώ, πέφτω αναίσθητος. || μαργώνω, μουδιάζω από το κρύο.
    εκφρ.
    дух зашелся – η αναπνοή πιάστηκε•
    вы зашли далеко – προχωρήσατε πολύ (πέραν του επιτρεπτού).

    Большой русско-греческий словарь > зайти

  • 35 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 36 зачать

    -чну, -чншь, παρλθ. χρ. зачал
    -ла, -ло
    ρ.σ.μ. πιάνω, συλλαμβάνω, μένω έγκυα•

    зачать сына, дочь πιάνω αγόρι, κορίτσι.• сын был зачат в ночь το παιδί πιάστηκε τη νύχτα.

    πιάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.σ.
    (απλ.) αρχίζω, κάνω αρχή.
    αρχίζω, κάνω αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > зачать

  • 37 колобродить

    -рожу, -родишь ρ.δ. (απλ.)
    1. περιφέρομαι άσκοπα, τριγυρίζω, γυρίζω σαν την άδικη κατάρα•

    колобродить всю ночь νυχτοκοπώ.

    2. φέρνομαι αλλόκοτα, ιδιότροπα• καβγαδίζω, κάνω φασαρίες.
    3. μτφ. (για σκέψεις, αναμνήσεις) περιφέρομαι, πλανιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > колобродить

  • 38 лунный

    επ.
    σεληνιακός, της σελήνης, του φεγγαριού•

    -ая ночь φεγγαρόλουστη νύχτα, σεληνόφωτη νύχτα•

    лунный свет σεληνόφως•

    лунный год το σεληνιακό έτος•

    лунный месяц σεληνιακός μήνας.

    Большой русско-греческий словарь > лунный

  • 39 лупить

    луплю, лупишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лупленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ. (απλ.)
    1. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, απολεπίζω•

    лупить кору с липы βγάζω τη φλούδα από τη φλαμουριά•

    лупить лыко βγάζω τη φλούδα.

    2. μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω•

    лупить втридорога παίρνω πανάκριβα.

    3. τρέχω γρήγορα, σπεύδω•

    -и за ним вдогонку τρέχα γρήγορα να τον φτάσεις.

    4. δέρνω, χτυπώ.
    5. χρησιμοποιείται αντί άλλου ρήματος και προσδίδει σημασίες: γερά, δυνατά, έντονα κλπ. дождь не идёт, а как говориться -ит во всю ночь δε βρέχει, αλλά όπως λένε, ρίχνει με το ασκί (τουλούμι, τσουβάλι) ή ρίχνει καρεκλοπόδαρα όλη τη νύχτα.
    εκφρ.
    глаза – γουρλώνω τα μάτια.
    ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι. || πέφτω, τρίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лупить

  • 40 майский

    επ.
    μαγιάτικος•

    -ая ночь μαγιάτικη νύχτα•

    -ие торжества η γιορτή της Πρωτομαγιάς.

    εκφρ.
    майский жук – μηλολόνθη, χρυσοκάνθαρος.

    Большой русско-греческий словарь > майский

См. также в других словарях:

  • НОЧЬ — жен. нощь церк. время, когда солнце бывает под закроем (горизонтом), ·противоп. день. При обращении земли, одна сторона ее глядит к солнцу, другая к затине; посему, для каждой точки на земле, своя ночь, как по сроку наступленья, так и по… …   Толковый словарь Даля

  • Ночь в музее 2 — Night at the Museum: Battle of the Smithsonian …   Википедия

  • ночь — сущ., ж., употр. наиб. часто Морфология: (нет) чего? ночи, чему? ночи, (вижу) что? ночь, чем? ночью, о чём? о ночи и в ночи; мн. что? ночи, (нет) чего? ночей, чему? ночам, (вижу) что? ночи, чем? ночами, о чём? о ночах 1. Ночь это часть суток,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Ночь живых трупов — Ночь живых мертвецов Night of the Living Dead Жанр фильм ужасов Режиссёр Джордж Ромеро Продюсер Карл Хардм …   Википедия

  • Ночь живых трупов (фильм) — Ночь живых мертвецов Night of the Living Dead Жанр фильм ужасов Режиссёр Джордж Ромеро Продюсер Карл Хардм …   Википедия

  • Ночь живых мертвецов (фильм — Ночь живых мертвецов (фильм, 1968) У этого термина существуют и другие значения, см. Ночь живых мертвецов. Ночь живых мертвецов Night of the Living Dead …   Википедия

  • "Ночь. I", "Ночь. II", "Ночь. III" — «НОЧЬ. I», «НОЧЬ. II», «НОЧЬ. III», цикл филос. стихов раннего Л. (1830). Поэт мучительно и напряженно ищет разгадку великой тайны жизни и смерти, стремится к самопознанию, определению своего отношения к миру, к Вселенной. В год создания этих… …   Лермонтовская энциклопедия

  • Ночь музеев — «Ночь музеев» в Екатеринбурге в 2009 году Это статья о международной акции музеев. О фильме смотрите статью Ночь в музее Ночь музеев  международная акция, основная цель которой показать ресурс, возможности, потенциал современных …   Википедия

  • ночь — и; предл. о ночи и в ночи; мн. ночи, ей; ж. Часть суток от захода до восхода солнца, от вечера до утра. Наступила н. Три часа ночи. Тёмная, непроглядная, ясная, лунная, звёздная н. Морозная, тёплая, сырая, ненастная, тихая н. Бесконечная н.… …   Энциклопедический словарь

  • НОЧЬ — НОЧЬ, ночи, о ночи, в ночи, мн. ночи, ночей, жен. часть суток, промежуток времени от вечера до утра. «День да ночь сутки прочь.» погов. «В двенадцать часов по ночам из гроба встает барабанщик.» Жуковский. «Микстуру на ночь пьешь.» Некрасов. «Не… …   Толковый словарь Ушакова

  • Ночь пожирателей рекламы — (НПР), («La Nuit des Publivores» , «The Night of the AD Eaters» мировое киношоу, формат которого состоит из показа рекламных роликов, снятых в разное время в разных странах. Уникальность данного проекта заключается в том, что ролики показываются… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»