Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+работу

  • 101 догулять

    ρ.σ.μ.
    1. διασκεδάζω, γλεντώ τον υπόλοιπο χρόνο•

    догулять отпуск догулять и на работу θ'απογλεντήσω την άδεια καί μετά στη δουλιά.

    2. ξοδεύω εντελώς•

    я -ял последние деньги ξόδεψα στα γλέντια και τα τελευταία χρήματα, ξεπαοαδιάστηκα στα γλέντια.

    παραγλεντώ, παραδιασκεδάζω•

    догулять до простуды αρρωσταίνω από το πολύ γλέντι.

    Большой русско-греческий словарь > догулять

  • 102 дом

    -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.
    1. σπίτι, οικία•

    каменный дом πέτρινο σπίτι•

    деревянный дом ζυλόσπιτο•

    жилой дом κατοικία•

    в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•

    многоквартирный дом πολυκατοικία•

    загородной -εξοχικό σπίτι.

    2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•

    выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.

    3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•

    весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•

    в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•

    богатый дом πλούσιο σπίτι•

    хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.

    4. δυναστεία, οίκος•

    дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.

    5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•

    дом культуры σπίτι πολιτισμού•

    дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•

    детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•

    дом пионеров σπίτι των πιονέρων•

    родильный μαιευτήριο•

    βλ. ανωτ. детский дом.
    6. κατάστημα•

    банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•

    торговый дом εμπορικός οίκος•

    исправительный дом σωφρονιστήριο•

    игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•

    питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.

    εκφρ.
    на дом – στο σπίτι•
    брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•
    на –у – στο σπίτι, οίκοι•
    работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•
    отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > дом

  • 103 задать

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)
    1. δίνω• βάζω•

    задать работу δίνω δουλειά•

    задать задачу δίνω πρόβλημα•

    задать вопрос βάζω ερώτηση•

    -уроки δίνω κατ οίκον εργασία (σπιτική δουλειά) προφορική ή γραπτή•

    задать бал δίνω χορό•

    задать страх ενσπείρω το φόβο•

    задать головомойку δίνω (βάζω) κατσάδα•

    задать загадку βάζω αίνιγμα.

    || τιμωρώ•

    я ему задам θα του τις δώσω (βρέξω), θα τις φάει.

    2. δίνω τροφή στα ζώα•

    овса лошади δίνω βρώμη στο άλογο.

    εκφρ.
    задать жару – α) δίνω κατσάδα, τράκο• περιαρπάζω, β) επιφορτίζω, παραφορτώνω•
    задать перцу кому – βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα•
    задать тон – δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα.
    1. προτίθεμαι, βάζω, καθορίζω•

    задать целью изучить русский язык βάζω για σκοπό (σκοπεύω) να μάθω τη ρωσική γλώσσα.

    2. συμβαίνω, λαμβάνω χώ-ραν, τυχαίνω, λαχαίνω.
    3. στέργω, ευδοκώ.

    Большой русско-греческий словарь > задать

  • 104 запрячь

    κ. παλ. запречь, -рягу, -ряжешь, -рягут, παρλθ. χρ. запряг, -гла, -о, μτχ. παρλθ. χρ. запрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запряженный, βρ: -жен, -жена, -жено, επιρ. μτχ. запрягши
    ρ.σ.μ.
    1. ζεύω•

    запрячь лошадей ζεύω τα άλογα.

    2. μτφ. παραφορτώνω, βάζω σε δύσκολη δουλειά•

    запрячь в работу στρώνω στη δουλειά.

    καταπιάνομαι με βαριά δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > запрячь

  • 105 засадить

    -сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φυτεύω•

    засадить плодовыми деревьями φυτεύω μέ καρποφόρα δέντρα.

    2. εγκλείω, κλείνω μέσα, φυλακίζω•

    -ли его на два года τον έβαλαν δυο χρόνια φυλακή.

    3. αναγκάζω, υποχρεώνω•

    засадить за работу στρώνω στη δουλειά.

    4. χώνω, μπήγω• - топор в бревно μπήγω το τσεκούρι στο κούτσουρο.

    Большой русско-греческий словарь > засадить

  • 106 засесть

    -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. засел, -ла, -ло, προστκ. засядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, παίρνω θέση καθήμενου. || επιδίδομαι, στρώνομαι, καταγίνομαι•

    засесть за работу στρώνομαι στη δουλειά.

    2. κάθομαι, κλείνομαι στο σπίτι, δε βγαίνω έξω.
    3. κάθομαι κρυμμένος, κρύβομαι, ενεδρεύω,! λουφάζω (σε ενέδρα).
    4. εισχωρώ, μπαίνω βαθιά. || μτφ. μπαίνω, ριζώνω (στη συνείδηση, καρδιά κ.τ.τ.) -ла у него в голове мысль του μπήκε στο μυαλόηιδέα

    Большой русско-греческий словарь > засесть

  • 107 зачислить

    ρ.σ.μ. συμπεριλαβαίνω στον αριθμό, εγγράφω, καταχωρώ (στο μητρώο, κατάλογο κλπ.)• παίρνω•

    зачислить в институт εγγράφω στο ινστιτούτο•

    зачислить в армию κατατάσσω στο στρατό•

    зачислить на работу παίρνω στη δουλειά (εγγράφω ως εργάτη)•

    зачислить на службу προσλαμβάνω στην υπηρεσία•

    зачислить в штат εγγράφω στο προσωπικό.

    εγγράφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    είμαι καταχωρημένος•είμαι γραμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > зачислить

  • 108 искать

    ищу, ищешь, μτχ. ενστ. ищущий, επίρ. μτχ. ища ρ.δ.
    1. ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναγυρεύω•

    искать книгу γυρεύω το βιβλίο•

    искать работу ψάχνω (να βρω) δουλειά• искать кого-н. глазами ψάχνω να δω κάποιον•

    искать место ψάχνω θέση•

    в нем все ищут τον αναζητούν όλοι.

    || ενάγω, μηνύω, εγκαλώ.
    2. προσπαθώ, επιδιώκω, επιζητώ. || καταζητώ (για σύλληψη)•
    3. γαλιφίζω, κολακεύω, γλύφω, καλοπιάνω.
    εκφρ.
    искать чьей рукиπαλ. ζητώ το χέρι κάποιας (τη συγκατάθεση για γάμο).
    ερευνούμαι• αναζητούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > искать

  • 109 копать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. копанный, βρ:: -пан, -а, -о.
    1. σκάβω•

    копать землю σκάβω τη γή•

    копать огород σκάβω τον κήπο•

    канаву σκάβω χαντάκι.

    2. ξεχώνω, ξεθάβω• εξορύσσω.
    1. ανασκαλίζω, ανασκαλεύω, ψάχνω. || μτφ. ανερευνώ, εξετάζω λεπτομερώς.
    2. ψιλοδουλεύω, ψιλοκοσκινίζω• αργώ, βραδύνω•

    не -айся, кончай работу скорей μην αργείς, τέλειωνε τη δουλειά γρήγορα.

    3. σκάβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > копать

  • 110 нажать

    -жму, -жмёшь
    ρ.σ.
    1. πιέζω, πατώ, ζουπώ•

    нажать кнопку πατώ το κουμπί.

    2. θλίβω, πατώ• στίβω.
    3. (στρατ.) περισφίγγω• πιέζω.
    4. μτφ. εξασκώ πίεση.
    5. μτφ. επιλαμβάνομαι δραστήρια, στρώνομαι για τα γερά. нажать на работу στρώνομαι στη δουλειά•

    нажать на учбу στρώνομαι στη μελέτη.

    || επιταχύνω το ρυθμό, σφίγγομαι, βάνομαι.
    εκφρ.
    нажать на все кнопки (пружины, педали) – ενεργώ παντοιοτρόπως, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα, κινώ γη και ουρανό.
    -жну, -жнёшь
    ρ.σ.μ.
    θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > нажать

  • 111 назначить

    ρ.σ.μ.
    1. καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω•

    назначить день отъезда ορίζω τη μέρα αναχώρησης•

    назначить свидание ορίζω συνάντηση•

    назначить цену ορίζω την τιμή•

    назначить срок καθορίζω προθεσμία•

    назначить собрание προσδιορίζω συνέλευση•

    назначить себе преемника ορίζω διάδοχο μου.

    2. προορίζω•

    назначить сына в военную службу προορίζω το γ ιό για στρατιωτικό.

    3. διορίζω•

    назначить на пост министра διορίζω υπουργό.

    || αναθέτω•

    ему -ли несложную работу του ανάθεσαν ελαφρά δουλειά.

    4. συσταίνω, υποδείχνω (για φάρμακα, θεραπεία κ.τ.τ.).
    5. προκαθορίζω.

    Большой русско-греческий словарь > назначить

  • 112 наладить

    -лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•

    наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•

    наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.

    2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.
    3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.
    4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.
    5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.
    6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.
    1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.
    3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•

    -лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.

    Большой русско-греческий словарь > наладить

  • 113 налечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. налг, -легла, -ло, προστκ. наляг.
    ρ.σ.
    1. στηρίζομαι ακουμπώ•

    налечь на подоконник ακουμπώ οτο κατώφλι του παράθυρου•

    налечь на стол грудью ακουμπώ στο τραπέζι με το στήθος.

    || πιέζω με το βάρος, πατώ επικάθομαι. || μτφ. κατέχομαι, κυριεύομαι, με πιάνει.
    2. πατώ, τραβώ, καταπιάνομαι στα γερά, στρώνομαι•

    на всла τραβώ γερό κουπί.

    || μτφ. εξασκώ επίδραση, πίεση.
    3. μτφ. επιδίδομαι σφόδρα ή ρίχνομαι με τα μούτρα•

    налечь на работу ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά.

    4. επικάθομαι (για σκόνη, δροσιά κ.τ.τ.).
    ξαπλώνομαι, επεκτείνομαι, πέφτω•

    на овраг мгла -гла στη χαράδρα σκοτείνιασε.

    Большой русско-греческий словарь > налечь

  • 114 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

  • 115 обследовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    επιθεωρώ, ελέγχω•

    обследовать работу школы ελέγχω τη δουλειά του σχολείου.

    || εξετάζω, κο ιτάζω, βλέπω•

    врач -ал больного ο γιατρός εξέτασε τον άρρωστο.

    || εξερευνώ, ανιχνεύω•

    разведчики -ли местность οι ανιχνευτές κατόπτευσαν την τοποθεσία.

    ελέγχομαι, επιθεωρούμαι κλπ, ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > обследовать

  • 116 обязать

    -яжу, -яжешъ
    ρ.σ.μ.
    1. υποχρεώνω, επιβάλλω•

    его обязали явиться в срок τον υποχρέωσαν να εμφανιστεί στην προθεσμία.

    2. προκαλώ αίσθημα ευγνωμοσύνης•

    вы меня много -яжете, если... θα με υποχρεώσετε πολύ, αν...

    υποχρεώνομαι•

    обязать досрочно выполнить работу υποχρεώνομαι να τελειώσω τη δουλειά πριν την προθεσμία.

    Большой русско-греческий словарь > обязать

  • 117 оплатить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оплаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    πληρώνω•

    оплатить работу πληρώνω τη δουλειά•

    оплатить рабочих πληρώνω τους εργάτες•

    оплатить счёт πληρώνω το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > оплатить

  • 118 осилить

    ρ.σ.
    1. υπερισχύω, κατισχύω, υπερνικώ, βάζω κάτω. || μτφ. κατανικώ, υποτάσσω• συγκρατώ.
    2. τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι•

    осилить математику τα βγάζω πέρα στα μαθηματικά•

    один я -лю работу μόνος μου θα τη βγάλω πέρα τη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > осилить

  • 119 оставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.

    || βάζω, θέτω•

    оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.

    || αφήνω•

    оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•

    оставить следы αφήνω ίχνη•

    он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•

    оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•

    оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.

    2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•

    оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•

    оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•

    оставить бороду αφήνω γένεια•

    оставить усы αφήνω μουστάκια.

    3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.
    4. εγκαταλείπω, παρατώ•

    комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•

    он -ил город αυτός άφησε την πόλη•

    оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•

    он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•

    оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.

    5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•

    оставить на работе αφήνω στη δουλειά•

    оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.

    6. σταματώ, διακόπτω•

    оставить разговор αφήνω την κουβέντα.

    || αποβάλλω, διώχνω•

    -ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•

    оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.

    7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•

    оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».

    εκφρ.
    в покое – αφήνω ήσυχο•
    оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•
    не своими милостями ή своим покровительствомπαλ. δεν αφήνω στο έλεος.

    Большой русско-греческий словарь > оставить

  • 120 оформить

    -млго, -мишь
    ρ.σ.μ.
    1. διαπλάσσω, διασχηματίζω, διατυπώνω• διακοσμώ, φιλοτεχνώ• εξωραΐζω•

    оформить соглашение διατυπώνω (συντάσσω) συμφωνία•

    оформить книгу διακοσμώ βιβλίο.

    2. εγγράφω (κατά τις διατάξεις)•

    оформить на работу εγγράφω, προσλαμβάνω στη δουλειά.

    1. εγγράφομαι, προσλαμβάνομαι (σύμφωνα με τις διατάξεις).
    2. σχηματίζομαι, παίρνω την τελική μορφή διαπλάσσομαι διατυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > оформить

См. также в других словарях:

  • работу — активизировать работу • изменение, много бросать работу • действие, прерывание бросить работу • действие, прерывание вести активную работу • действие вести работу • действие вести разъяснительную работу • действие возобновить работу • действие,… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • работу вывернуть — обокрасть квартиру …   Воровской жаргон

  • работу вымолотить — обокрасть квартиру …   Воровской жаргон

  • Разрешение на работу — Конституционн …   Википедия

  • Оформление трудовой книжки: прием на работу — Стандартная последовательность записей работодателя в трудовой книжке работника включает: наименование работодателя запись о приеме на работу возможно, одна или более записей о переводах, присвоении разрядов и т. п. запись об увольнении подписи… …   Бухгалтерская энциклопедия

  • Перевод На Другую Работу — поручение работы, не соответствующей той, которая была обусловлена трудовым договором (контрактом), т.е. работы по другой специальности, квалификации или должности. Переводом на другую работу считается также поручение работы хотя бы и в пределах… …   Словарь бизнес-терминов

  • ПЕРЕВОД НА ДРУГУЮ РАБОТУ — поручение работы, не соответствующей той, которая была обусловлена трудовым договором (контрактом), т.е. работы по другой специальности, квалификации или должности. Переводом на другую работу считается также поручение работы хотя бы и в пределах… …   Энциклопедия трудового права

  • Прием На Работу — производится, по общему правилу, по соглашению сторон трудового договора (контракта). Заключение трудового договора (контракта) происходит по соглашению между работодателем и работником. Законодательством установлены гарантии при приеме на работу …   Словарь бизнес-терминов

  • ПЕРЕВОД НА ДРУГУЮ РАБОТУ — – перевод рабочего или служащего на работу, не обусловленную при приёме на работу. П. на д. р. допускаются только в случаях, предусмотренных действующим .законодательством, как форма перераспределения кадров в интересах их целесообразного… …   Советский юридический словарь

  • ПЕРЕВОД РАБОТНИКА НА ЛЕГКУЮ РАБОТУ — изменение трудовой функции или существенных условий труда (в т. ч. временное) работника, нуждающегося в предоставлении др. работы в соответствии с медицинскими рекомендациями (заключением). Перевод работника на более легкую работу (в т. ч. работу …   Российская энциклопедия по охране труда

  • ПРИЕМ НА РАБОТУ — производится, по общему правилу, по соглашению сторон трудового договора (контракта). Заключение трудового договора (контракта) происходит по соглашению между работодателем и работником. Законодательством установлены гарантии при приеме на работу …   Энциклопедия трудового права

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»