Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

в+позиции

  • 1 закрепляться

    закреплять||ся
    несов
    1. (прикрепляться) στερεώνομαι, συσφίγγομαι·
    2. (упрочиваться) στερεώνομαι, ἐδραιώνομαι:
    \закреплятьсяся на позиции воен. ἐδραιώνομαι στίς θέσεις·
    3. (обеспечиваться) ἐξασφαλίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > закрепляться

  • 2 ключевой

    ключев||о́й I
    прил:
    \ключевойые позиции воен. τά στρατηγικά σημεία.
    ключев||о́й II
    прил τῆς πηγής, πηγαίος:
    \ключевойая вода́ νερό τής πηγής.

    Русско-новогреческий словарь > ключевой

  • 3 удержаться

    удержать||ся
    1. (не падать) κρατιέμαι, πιάνομαι:
    с трудом \удержатьсяся на йогах κρατιέμαι μέ δυσκολία στά πόδια μου
    2. (сохраняться) διατηρούμαι:
    э́ти позиции долго удерживались за нами κρατήσαμε τίς θέσεις αὐτές πολύ καιρό·
    3. (от чего-л.) συγκρατιέμαι, κρατιέμαι:
    едва \удержатьсяся от смеха μόλις συγκρατώ τά γελοία μου.

    Русско-новогреческий словарь > удержаться

  • 4 закрепить

    -плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрепленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. στερεώνω, στεργιώνω, σταθεροποιώ•

    -и доску гвоздем κάρφωσε τη σανίδα.

    || δένω•

    -и веревку δέσε γερά την τριχιά.

    || σφίγγω, τεντώνω•

    -и нитку, чтобы не распускался шов σφίξε γερά την κλωστή, για να μην ανοίξει η ραφή (να μην ξηλώσει).

    (φωτογρ.) στερεώνω, φιξάρω.
    2. (στρατ.) διατηρώ, κρατώ•

    закрепить завоеванные позиции κρατώ τις κατειλημμένες θέσεις.

    3. εξασφαλίζω, σιγουράρω, παγιώνω, εδραιώνω. || επικυρώ, κατοχυρώνω.
    5. καθιστώ δυσκοίλιο, προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ ΐη διάρροια.
    στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > закрепить

  • 5 обстрелять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обстрелянный.
    1. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    позиции противника βάλλω τις θέσεις του εχθρού•

    обстрелять из орудий κανονιοβολώ•

    обстрелять из пулемтов πολυβολώ, μυδραλιοβολώ•

    обстрелять из ружья τουφεκίζω.

    2. δοκιμάζω•

    обстрелять ружь δοκιμάζω το όπλο (τη βολή αυτού).

    3. (απλ.) ξεπερνώ στη βολή, στο ρίξιμο.
    συνηθίζω στη μάχη, στη βολή, παίρνω το βάπτισμα του πυρός, γίνομαι εμπειροπόλεμος, μπαρουτοκαπνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обстрелять

  • 6 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 7 передовой

    επ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πρωτοπόρος, προπορευόμενος•

    -ая лошадь το προπορευόμενο άλογο•

    -ая наука πρωτοπόρα επιστήμη.

    || προηγμένος•

    -ые страны οι προηγμένες χώρες.

    || προοδευτικός•

    передовой человек προοδευτικός άνθρωπος•

    -ые идеи προοδευτικές ιδέες.

    2. μπροστινός, πρώτος•

    -ые позиции линии οι πρώτες θέσεις της γραμμής•

    передовой пост η προφυλακή•

    передовой отряд η εμπροσθοφυλακή.

    3. ουσ. -ая,
    ой θ., πλθ. -ые, -ых οι πρώτες θέσεις γραμμής.
    4. ουσ. θ. -ая, -ой κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).
    εκφρ.
    - ая позиция – (στρατ.) η πρώτη γραμμή•
    - ая статья – το κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).

    Большой русско-греческий словарь > передовой

  • 8 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 9 сильный

    επ., βρ: силен
    κ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,
    1. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    сильный человек δυνατός άνθρωπος•

    -ая лошадь γερό άλογο•

    -ая рука δυνατό χέρι•

    -ая крепость ισχυρό φρούριο•

    -ое государство ισχυρό κράτος•

    сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.

    2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•

    сильный ветер σφοδρός άνεμος•

    -ое желание μεγάλη επιθυμία•

    -ое лекарство δραστικό φάρμακο•

    сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.

    || υγιής, γερός•

    -ые лгкие γερά πνευμόνια.

    3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•

    сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•

    у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.

    4. καλός•

    сильный ученик δυνατός μαθητής•

    -пловец καλός κολυμβητής.

    εκφρ.
    -ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•
    сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•
    иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα.

    Большой русско-греческий словарь > сильный

  • 10 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

См. также в других словарях:

  • Позиции в баскетболе — Позиций в баскетболе или амплуа, в основном три: защитник, форвард, центровой. Если детализировать, то по амплуа игроков можно разделить на 5 категорий: разыгрывающий защитник, атакующий защитник, лёгкий форвард, мощный или тяжёлый форвард и… …   Википедия

  • Позиции эффекты положения э — Позиции эффекты, положения э. * пазіцыі эфекты, становішча э. * position effects изменения в экспрессии гена, обусловленные сменой позиции, т. е. месторасположения, гена по отношению к соседним генам. Позиция гена может быть изменена в результате …   Генетика. Энциклопедический словарь

  • Позиции при половом акте —         взаимное расположение тел партнёров при совершении полового акта. Имеется множество вариантов позиций, выбор которых во многом определяется физиологическими и психологическими особенностями партнёров. Одна позиция может быть удобной для… …   Сексологическая энциклопедия

  • Позиции разведывательные (позиции разведки) —   положение, занимаемое представителями разведки в разведываемой стране, при котором они имеют возможность осуществлять разведывательную деятельность. Разведывательные позиции делятся на легальные и нелегальные. Легальными разведывательными… …   Контрразведывательный словарь

  • позиции — занять огневые позиции • начало, локализация касаться позиции • касательство позиции совпадают • субъект, оценка, соответствие сдаёт позиции • обладание, прерывание укрепить позиции • изменение, много …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • ПОЗИЦИИ — ( Positions . Paris, 1972) книга, включающая записи ранее публиковавшихся бесед Деррида с А.Ронсом (первая публикация данного фрагмента в 1967), Кристевой (первая публикация в 1968), Ж. Л.Удбином и Г.Скарпетта (первая публикация в 1971). Согласно …   История Философии: Энциклопедия

  • ПОЗИЦИИ ПО ЦЕННЫМ БУМАГАМ ЭКВИВАЛЕНТНЫЕ — (см. ЭКВИВАЛЕНТНЫЕ ПОЗИЦИИ ПО ЦЕННЫМ БУМАГАМ) …   Энциклопедический словарь экономики и права

  • Позиции клиринговые платежные — 25) платежные клиринговые позиции суммы денежных средств, подлежащих списанию и зачислению расчетным центром по банковским счетам участников платежной системы... Источник: Федеральный закон от 27.06.2011 N 161 ФЗ О национальной платежной системе …   Официальная терминология

  • ПОЗИЦИИ, ПРЕДПОЧТЕНИЕ — Любое предпочтение, приобретенное или какое то другое, которое имеется у организма в отношении одного положения во времени или пространстве, по сравнению с другими. Например, тенденция выбирать стимул справа, а не слева в эксперименте по… …   Толковый словарь по психологии

  • позиции 970-1003. — 13. позиции 970 1003. Красители... Дополнить этот раздел следующими позициями: № п/п Наименование вещества № по CAS Формула Величина ПДК (мг/м3) Преимущественное агрегатное состояние в воздухе в условиях производства Класс опасности Особенности… …   Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации

  • Позиции перфорации — Перфолента 20. Позиции перфорации Места в перфоленте, в которых могут быть пробиты отверстия Источник: ГОСТ 22562 77: Аппараты телеграфные буквопечатающие. Термины и определения оригинал документа …   Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»