-
21 хоппер
(саморазгружающийся вагон) το αυτοεκφορτωνόμενο φορτηγό βαγόνι, η αυτοεκφορτωνόμενη φορτηγάμαξα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хоппер
-
22 багажный
багаж||ныйприл σκευοφόρος, τῶν ἀποσκευών:\багажныйный вагон ἡ σκευοφόρος, τό βαγόνι ἀποσκευῶν. -
23 жесткий
жестк||ийприл1. σκληρός, στερεός / ἀλύγιστος (негнущийся)Ι τραχύς (о коже)/ γλυφός (о воде):\жесткийое мясо τό σκληρό κρέας· \жесткийие волосы τά σκληρά μαλλιά·2. перен σκληρός, αὐστηρός (грубый, резкий)/ δριμύς (суровый):\жесткийие черты τά ἀδρά χαρακτηριστικά·3. перен (решительный, крутой) αὐστηρός:\жесткийие меры τά αὐστηρά μέτρα· \жесткий срок ἡ αὐστηρά καθορισμένη προθεσμία· ◊ \жесткий вагон ж.-д. βαγόνι τρίτης θέσεως. -
24 конка
конкаж уст. ὁ ίπποσιδηρόδρομος / τό βαγόνι τοϋ ίπποσιδηροδρόμου (вагон). -
25 купированный
купированныйприл:\купированный вагон βαγόνι μέ κουπέ. -
26 курящий
курящ||ий1. прич. и прил καπνιστής·2. м ὁ καπνιστής:вагон для \курящийих τό βαγόνι γιά τους καπνιστές. -
27 некурящий
некурящ||ий1. прил μή καπνιστής, πού δέν καπνίζει:\некурящий человек ἀνθρωπος πού δέν καπνίζει·2. м ὁ μή καπνιστής, πού δέν καπνίζει:вагон для \некурящийих βαγόνι γιά τους μή καπνιστές. -
28 отцепить
отцепитьсов, отцеплять несов ἀποσυνδέω, διαχωρίζω (прицепленное) /βγάζω, ξεκαρφιτσωνω, ξεκρεμῶ (зацепившееся):\отцепить вагон ἀποσυνδέω τό βαγόνι. -
29 платформа
платформаж1. (перрон) ἡ ἐξέδρα, ἡ ἀποβάθρα·2. (товарный вагон) τό ἀνοιχτό φορτηγό βαγόνι·3. трен. ἡ πλατφόρμα, τό πολιτικόν πρόγραμμα:идейная \платформа ἡ ίδεολογική πλατφόρμα. -
30 плацкартный
плацкарт||ныйприл τής ἀριθμημένης θέσεως:\плацкартныйный вагон βαγόνι μέ ἀριθμημένες θέσεις· \плацкартныйное место ἡ ἀριθμημένη θέση. -
31 рефрижератор
рефрижераторм1. тех. ὁ ψυκτήρ, ὁ ψυκτήρας, τό ψυγεῖο[ν]·2. (для перевозок) τό πλοΐο-ψυγεῖο (судно)/ τό βαγόνι-ψυγεῖο (вагон). -
32 сажать
сажатьнесов1. (растения) φυτεύω·2. (за стол и т. п.) καθίζω (μετ.)·3. (на транспорт) ἐπιβιβάζω/ μπαρκάρω (μετ.) (на пароход):\сажать в вагон ἐπιβιβάζω στό βαγόνι·4. (помещать) βάζω, τοποθετώ:\сажать собаку на цепь ἀλυσοδένω (или δένω μέ ἀλυσίδα) τό σκύλο· \сажать в тюрьму́ βάζω στή φυλακή· \сажать хлеб в печь βάζω τό ψωμί στον φοῦρνο. -
33 товарностьый
товарность||ыйприл1. ἐμπορευματικός, ἐμπορεύσιμος, φορτηγός:\товарностьыйое хозяйство ἡ ἐμπορευματική οίκονομία·2. ж.-д. φορτηγός:\товарностьыйый поезд τό φορτηγό τραίνο· \товарностьыйый вагон τό φορτηγό βαγόνι. -
34 багажный
επ.των αποσκευών•багажный вагон βαγόνι αποσκευών.
-
35 жёсткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко.1. σκληρός• τραχύς•жёсткий матрац σκληρό στρώμα•
-ие волосы σκληρά μαλλιά.
|| αλύγιστος,άκαμπτος. || στιφός. || δυσμάσητος (για κρέας).2. μτφ. αδρός, τραχύς• πικρός φαρμακερός•-ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
жёсткий характер σκληρός χαρακτήρας•
-ие слова φαρμακερά λόγια.
|| δυνατός, σφοδρός•жёсткий мороз δριμύ ψύχος•
жёсткий ветер σφοδρός άνεμος.
|| κακόηχος, κακόφωνος.3. αυστηρός, απαρέγκλιτος•жёсткий график αυστηρό πρόγραμμα εργασίας•
жёсткий срок αμετάκλητη (ανέκλητη) προθεσμία•
-ие меры σκληρά μέτρα•
-ая позиция έμμονη (ανένδοτη) θέση.
εκφρ.жёсткий вагон – βαγόνι τρίτης θέσης•- ая вода – γλυφό νερό. -
36 класс
-а α.1. τάξη•рабочий класс εργατική τάξη•
буржуазный класс αστική τάξη•
класс эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών•
господствующий класс η κυρίαρχη τάξη•
борьбе -ов πάλη των τάξεων.
|| υποδιαίρεση•класс млекопитающих η τάξη των θηλαστικών•
класс земноводных η τάξη των αμφιβίων•
класс двудольных растений η τάξη των δικοτυλήδόνων φυτών.
|| κατηγορία• θέση•вагон третьего -а βαγόνι, τρίτης κατηγορίας•
билет первого -а εισιτήριο πρώτης θέσης.
2. σχολική υποδιαίρεση•ученик пятого -а μαθητής της πέμπτης τάξης.
|| αίθουσα διδασκαλίας•ученики вышли из -а οι μαθητές βγήκαν από την τάξη.
|| παλ. το μάθημα, η ώρα του μαθήματος•класс кончился το μάθημα τέλειωσε.
|| πλθ. -ы είδος παιγνιδιού.3. ποιότητα• κατηγορία•драгоценные камни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης.
|| βαθμίδα•водитель 1-го -а οδηγός 1-ς κατηγορίας.
|| υψηλό επίπεδο•показать класс δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη).
-
37 купированный
επ. купированный вагон βαγόνι κουπέ. -
38 курящий
επ. κ. ουσ. καπνιστής, φουμαδόρος. || του καπνίσματος•курящий вагон βαγόνι για τους καπνιστές.
-
39 насесть
насесть 1-сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. насел, -ла, -ло, προστκ. насядьρ.σ.1. κάθομαι• επιβιβάζομαι μπαίνω•в вагон -ло много народу στο βαγόνι μπήκε πολύς κόσμος.
2. (επι) κάθομαι, • пыль -ла ей на лицо σκόνη επικάθησε στο πρόσωπο της.3. βαρύνω, πιέζω με το βάρος. || μτφ. πειθαναγκάζω• εξασκώ πίεση, πιέζω• επίμονα παρακαλώ.насесть 2-и θ. παλ. βλ. насест -
40 переносить
-ношу, -носишьρ.δ.βλ. перенести.εκφρ.не переносить кого-чегб – δεν υποφέρω κάποιον, κάτι (απεχθάνομαι).βλ. перенестись.-ношу, -носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переношенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταφέρω•переносить вещи в вагон μεταφέρω τα πράγματα στο βαγόνι.
2. φθείρω (για ενδύματα, υποδήματα).3. εγκυμονώ, κυοφορώ πέρα από τον κανονικό χρόνο.1. βλ. перенестись.2. φθείρομαι, χαλνώ•все шитья -лись όλα τα φορέματα φθάρθηκαν.
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русскийв+вагон+-+σε+βαγόνι
Страницы