Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

выйти+из+-+а+βγαίνω+από+το+-

  • 21 открытый

    επ. από μτχ.
    1. ανοιχτός•

    -ое окно ανοιχτό παράθυρο.

    2. απροκάλυπτος•

    -ая местность ανοιχτό μέρος.

    || ακάλυπτος, απροστάτευτος•

    открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.

    3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•

    открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.

    4. γυμνός•

    -ая шя γυμνός λαιμός.

    || έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•

    открытый ворот ανοιχτός γιακάς•

    блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.

    5. ελεύθερος (εισόδου)•

    открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•

    -ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.

    6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•

    с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•

    открытый характер ευθύς χαρακτήρας.

    7. του είδους, της μορφής•

    -ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.

    8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.
    εκφρ.
    открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•
    - ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•
    лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•
    - ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•
    выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•
    - ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•
    открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•
    в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•
    под -ым небом – στο ύπαιθρο•
    с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•
    в -ом поле – στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > открытый

  • 22 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»