-
1 вывезти
-зу, -зешь, παρλθ. χρ. вывез, -ла, -ло, ρ.σ.μ.1. μεταφέρω (με μεταφ. μέσο)•мусор на свалку μεταφέρω τα σκουπίδια στο σκουπιδαριό•
вывезти детей за город μεταφέρω τα παιδιά στην εξοχή.
2. μεταφέρω, κουβαλώ, προσκομίζω•вывезти овощи на рынок μεταφέρω λαχανικά στην αγορά.
|| ανεβάζω, μεταφέρω επάνω, φέρω μαζί μου.3. (απλ.) βοηθώ (να βγει από δύσκολη κατάσταση).εκφρ.вывезти в свет – παλ. βγάζω στην κοινωνία•вывезти на себя ή на своих плечах – σηκώνω όλο το βάρος στις πλάτες μου.(απλ.) αναχωρώντας μεταφέρω (παίρνω) όλα τα πράγματα μου. -
2 вывозить
См. также в других словарях:
Вывезтись — сов. неперех. см. вывозиться I 1. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой