Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

все+за+одного

  • 1 один

    одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни
    -их (αριθμ.ποσοτικό)•
    1. ο αριθμός 1. || ένας•

    один метр ένα μέτρο•

    одна книга ένα βιβλίο•

    комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.

    || ως ουσ. ο ένας•

    с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•

    все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•

    все до одного όλοι μέχρι τον ένα•

    одно ему не доставало ένα του έλειπε.

    2. ως επ. μόνος, μοναχός•

    я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.

    || μοναδικός•

    у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.

    3. ως επ. ίδιος, όμοιος•

    жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•

    он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•

    одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.

    || οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•

    я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.

    || ενιαίος, σαν ένας.
    4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•

    один из нас ένας από μας.

    || με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•

    один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.

    5. άλλος, διαφορετικός•

    одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•

    говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.

    6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    один день μια μέρα•

    одно время έναν καιρό (κάποτε).

    εκφρ.
    один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•
    один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•
    - о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•
    один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•
    все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•
    одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•
    ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•
    стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με.

    Большой русско-греческий словарь > один

  • 2 один...

    один||...
    другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται.

    Русско-новогреческий словарь > один...

  • 3 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 4 весь

    весь
    (вся, все, все) мест.
    1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):
    \весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·
    2. все ὅλα, τό πᾶν:
    он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·
    3. все мн. ὅλοι:
    все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·
    4. (целиком, полностью) ὅλος:
    он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή!

    Русско-новогреческий словарь > весь

  • 5 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 6 человек

    человек
    м ὁ ἄνθρωπος / τό πρόσωπο[ν], τό ἄτομο[ν] (лицо):
    рослый \человек ὁ μεγαλόσωμος· молодой \человек а) ὁ νέος, ὁ νεανίας, б) (в обращении) νεαρέ· настоящий \человек ὁ πραγματικός ἀνθρωπος· деловой \человек ἄνθρωπος τῶν ὑποθέσεων выдающийся \человек ὁ διακεκριμένος ἄνθρωπος· жалкий \человек ὁ μίζερος· ничтожный \человек ὁ τιποτένιος ἄνθρωπος· он \человек большого ума, он очень у́мный \человек εἶναι πολύ Εξυπνος ἄνθρωπος· он \человек ученый εἶναι πολύ μορφωμένος ἄνθρωπος· что это за \человек? τ£ ἄνθρωπος εἶναι;, τί καπνό φουμάρει;, ποδθε βαστάει ἡ σκούφια του;· \человек из народа ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ· все до одного́ \человека ὅλοι ἀνεξαιρέτως.

    Русско-новогреческий словарь > человек

  • 7 переходить

    переходить
    несов
    1. (что-л., через что-л.) περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι, διασχίζω:
    \переходить через реку περνῶ τό ποτάμι· \переходить улицу διασχίζω (или περνῶ) τόν δρόμο·
    2. (куда-л., κ чему-л.) περνώ:
    \переходить из одного класса в другой προβιβάζομαι· \переходить на другу́ю работу ἀλλάζω δουλειά· \переходить на сторону противника περνώ μέ τό μέρος τοῦ ἐχθροϋ· \переходить в другу́ю веру ἀλλαξοπι-στῶ·
    3. (доставаться кому-л.) μεταδίδομαι, περνώ; \переходить по наследству κληρονομούμαι· \переходить из рук в ру́ки περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι·
    4. (приступать κ чему-л. другому) περνῶ:
    \переходить к другой теме περνώ σέ ἄλλο θέμα, ἀρχίζω ἄλλο θέμα·
    5. (превращаться) μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι:
    \переходить из жидкого состояния в газообразное μεταβάλλομαι ἀπό ὑγρό σέ ἀέριο· ◊ \переходить все границы ξεπερνώ ὅλα τά δρια· \переходить в наступление περνῶ στήν ἐπίθεση· \переходить на «ты» ἀρχίζω νά μιλῶ στον ἐνικό.

    Русско-новогреческий словарь > переходить

  • 8 тесто

    тест||о
    с ἡ ζύμη, τό ζυμάρι:
    сдобное \тесто ζυμάρι μέ βούτυρο· слоеное \тесто τό φυλ-λωτό ζυμάρι· месить \тесто ζυμώνω· ◊ все они́ из одного́ \тестоа ὅλοι τους εἶναι ἀπό μιά πάστα, τοῦ ἰδιου φυράματος.

    Русско-новогреческий словарь > тесто

  • 9 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

См. также в других словарях:

  • все до одного — нареч, кол во синонимов: 14 • в полном составе (15) • все (95) • все без изъятия (18) …   Словарь синонимов

  • ВСЕ ПРОТИВ ОДНОГО — «ВСЕ ПРОТИВ ОДНОГО», СССР, ЛИТОВСКАЯ киностудия, 1986, цв., 141 мин. Детектив. По мотивам романа Э.С.Гарднера «Адвокат Перри Мейсон». Убит крупный бизнесмен Мередит Борден. Под подозрение попадают двое ни в чем не повинных людей: жена секретаря… …   Энциклопедия кино

  • все до одного — Разг. Только мн. Все без исключения (употребляется для усиления значения исчерпывающей полноты). Все до одного работали, трудились…; увидеть, встретить… кого? всех до одного. В нашем классе все до одного приняли участие в походе. Впереди стояли… …   Учебный фразеологический словарь

  • Все до одного — Экспрес. (Все) без исключения. Впереди стояли двумя рядами степенные русаки каменщики, все до одного в белых фартуках (Куприн. Молох) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Все за одного, и один за всех. — Все за одного, и один за всех. Круговая порука. См. НАРОД МИР …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Все за одного и один за всех — Всѣ за одного и одинъ за всѣхъ (въ смыслѣ круговой поруки для общаго дѣла). Ср. На вѣчѣ Новгородцы цѣловали крестъ стати всѣмъ за одинъ, любо животъ, любо смерть за правду Новгородскую. Исторія Росс. Іерархіи. 2, 390. Ср. Христосъ за всѣхъ умеръ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • все за одного и один за всех — (в смысле круговой поруки для общего дела) Ср. На вече Новгородцы целовали крест стати всем за один, любо живот, любо смерть за правду Новгородскую, История росс. иерархии. 2, 390. Ср. Христос за всех умер, чтобы живущие уже не для себя жили, но… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • все — См. весь, все таки, постоянно, очень... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред …   Словарь синонимов

  • ВСЕ — ВСЕ, мест., безл. (весь, вся, все, мн. все) или | нареч. количественное, не определяющее, много ль, а то, что есть, что налицо, что было, без остатка, сколько есть, сполна; целое, целиком, гуртом чохом, оптом, огулом (см. весь). | нареч. времени …   Толковый словарь Даля

  • все без изъятия — нареч, кол во синонимов: 18 • в полном составе (15) • все (95) • все без исключения (18) …   Словарь синонимов

  • все без исключения — нареч, кол во синонимов: 18 • в полном составе (15) • все (95) • все без изъятия (18) …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»