Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

во+всю+-+у+σε+όλο+το+-

  • 21 пронести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронесенный, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω κουβαλώ•

    пронести груз на себе всю дорогу μεταφέρω το φορτίο επάνω μου όλο το δρόμο.

    2. περνώ•

    мимо наших окон -ли раненого κοντά στα παράθυρα μας πέρασαν τον τραυματία.

    || μετακινώ, μεταφέρω•

    пронести рояль через дверь περνώ το πιάνο από την πόρτα.

    || περνώ κρυφά. || μτφ. φέρω, έχω, διατηρώ (μέσα στην καρδιά, ψυχή)•

    пронести в сердце мою любимую родину φέρω μέσα στην καρδιά μου την αγαπημένη μου πατρίδα.

    3. μεταφέρω τα.χύτατα, καλπάζοντας. || παρασύρω, διώχνω, απομακρύνω, παίρνω•

    тучу -ло ветром το σύννεφο το πήρε ο άνεμος.

    || μτφ. περνώ αποφεύγομαι•

    -ло! πέρασε! αποφεύχτηκε!

    4. παλ. διαδίδω, φημολογώ.
    5. απρόσ. πιάνω, έχω ευκοίλια, διάρροια•

    ребнка -ло от ягод το παιδάκι τό πιάσε ευκοίλια από τους καρπούς.

    Большой русско-греческий словарь > пронести

  • 22 протрясти

    ρ.σ.μ.
    1. τινάζω, σείω, κουνώ.
    2. τινάζω (για ένα χρον. διάστημα).
    3. (απλ.)• δαπανώ, ξοδεύω, σκορπώ.
    1. τινάζομαι• τραντάζομαι•

    протрясти в телеге всю дорогу τραντάζομαι στην αλογάμαξα όλο το δρόμο.

    2. (απλ.) πεινώ πορευόμενος, καθ οδόν.
    3. (απλ.) δαπανώμαι, ξοδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > протрясти

  • 23 рассыпать

    -плю, -плешь, προστκ. рассыпь ρ.σ.μ.
    1. (δια)σκορπίζω, διασπείρω• χύνω•

    рассыпать по скатерти соль χύνω το αλάτι στο τραπεζομάντηλο•

    всю муку она -ла на пол όλο το αλεύρι αυτή το έχυσε στο πάτωμα•

    рассыпать уголь σκορπίζω το κάρβουνο•

    рассыпать сено σκορπίζω το χόρτο.

    2. ρίχνω•

    рассыпать муку по мешкам ρίχνω αλεύριστα τσουβάλια.

    3. (για μαλλιά) αφήνω να πέσουν, να κρέμονται.
    4. αραιώνω•

    рассыпать роту δίνωαραιά διάταξη στο λόχο.

    1. (δια)σκορπίζομαι, διασπείρομαι.
    2. πέφτω, γίνομαι κομμάτια, κομματιάζομαι.
    3. (για μαλλιά) πέφτω, κρέμομαι•

    е волосы -лись прядами по плечам τα μαλλιά της έπεφταν μπούκλες στους ώμους.

    4. (για πλήθος, κοπάδι) φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις• σκορπίζω, -ομαι• χωρίζομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι•

    охотники -лись по лесу οι κυνηγοί σκόρπισαν στο δάσος.

    5. διαχέομαι• αναλύομαι•

    рассыпать в коплиментах κάνω πολλά κοπλιμέντα•

    рассыпать в похвалах εγκωμιάζω πολύ, πλέκω εγκώμια.

    6. ηχώ (διακοφτά, τρεμουλιαστά). || διαδίδομαι, ακούομαι (για γέλιο, κελάηδημα κ.τ.τ.).
    ρ.δ.
    βλ. рассыпать.
    βλ. рассыпаться.

    Большой русско-греческий словарь > рассыпать

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»