Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

вот+уж+нет!

  • 1 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 2 что

    что I
    мест, (чего, чему́, чем, о чем)
    1. вопр. и относ. τί (τίνος, μέ τί, γιατί, γιά ποιο):
    что случилось? τί συνέβη;· что ты заду́мался? τί σκέπτεσαι;· что за ерунда! τί ἀνοησίες!, τί κουροφέξαλα!· что за шум? τί θόρυβος εἶναι αὐτός;· чего́ тебе хочется? τί θέλεις;· чего́-чего́ у них (только) нет καί τί δέν ἔχουν
    2. вопр. и относ, (сколько) πόσον, τί:
    что стоит книга? πόσο κοστίζει τό βιβλίο; что есть ду́ху μέ ὅλες του τίς δυνάμεις·
    3. относ. ὁ ὀποιος (ή ὁποία, τό ὀποιον, οἱ ὀποιοι, οἱ ὁποίες, τά ὀποια), πού:
    дом, что стоит на углу́ τό σπίτι, πού εἶναι στή γωνία·
    4. неопр. (что-нибудь) κάτι, τίποτε:
    чуть что μέ τό παραμικρό· в случае чего́ ἐάν συμβή τίποτε·
    5. вопр. (в каком положении, как поживает) πῶς:
    что ваша сестра? πῶς εἶναι ἡ ἀδελφή σας;· что больной? πώς εἶναι ὁ ἀρρωστος;· ◊ а что? καί τί μ' αὐτό;· ты что, хочешь ехать? τί, θέλεις νά φύγεις;· ни за что (на свете) ποτέ!, οὐδέποτε!· ни за что, ни про что γιά τό τίποτε· что толку в этом? καί τί τό ὀφελος;· что ли разг (вводн. сл., выражающее неуверенность, сомнение):
    пойдем, что ли? τί λες, "πδμε;· вот что ἄκου λοιπόν вот что, приходите послезавтра ἐλατε μεθαύριο· что ты!, что вы! а) μά τί λες, τί λέτε, εἶναι ἀδύνατον (при выражении удивления), б) τί λες καημένε (при возражении)· что бы ни случилось δ,τι καί νά συμβεί· что бы вы ни сказали δ,τι καί νά πείτε· чуть что μέ τό παραμικρό· что до, что касается ὀσον ἀφορα, ὅσο γιά· что до меня ὅσο γιά μένα...· ни к чему δέν χρειάζεται· ни с чем (остаться, уйти́ и т. п.) χωρίς τίποτε· с чего́ он это. взял? ποῦ του ήρθε αὐτό;
    что II
    союз τί, πού:
    досадно, что я опоздал λυποῦμαι πού ἀργησα· чемодан такой тяжелый, что я не могу́ его́ поднять ἡ βαλίτσα εἶναι τόσο βαρειά πού δέν μπορώ νά τήν σηκώσω· сказал так ти́хо, что никто́ не услышал τό είπε τόσο σιγά πού κανείς δέν τόν ἄκου-σε· я рад, что вижу вас χαίρομαι πού σᾶς βλέπω· что ты пойдешь, что я \что все равно́ είτε ἐσύ θά πᾶς εἰτε ἐγώ τό ἰδιο κάνει.

    Русско-новогреческий словарь > что

  • 3 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 4 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 5 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 6 еще

    еще
    нареч в разн. знач. ἀκόμα, ἀκό-μη:
    налей мне \еще стакан чаю βάλε μου ἀκόμα ἕνα ποτήρι τσάΓ он стал \еще выше ψήλωσε κι· ἄλλο, ἔγινε ἀκόμα πιό ψηλός \еще раз ἄλλη μιά φορά, ἀκόμα μιά φορά· \еще и \еще ἀκόμα παραπάνω, δσα θές·\еще нет ὄχι ἀκόμα· я \еще не устал ἀκόμα δέν κουράστηκα· все \еще ἀκόμα, ὡς τώρα, μέχρι στιγμής· э́то было \еще летом αὐτό συνέβη τό καλοκαίρι ἀκόμα· \еще и сеи́час καί τώρα ἀκόμα· ◊ \еще бы! βέβαια!, ἀσφαλώς!· вот \ещеΙ νἄτα μας!, ὀρίστε μας!, αὐτό μᾶς Ελειπε!

    Русско-новогреческий словарь > еще

  • 7 где

    επίρ.
    1. ερωτ. που;•

    где вы работаете? που δουλεύετε;

    2. τοπ. πού•

    вот где να που.

    3. αναφ. όπου•

    везде хорошо где нас нет παντού είναι καλά, όπου εμείς δεν είμαστε, ή• αόρ. πα-ντούι, όπου και αν, οπουδήποτε•

    где он ни останавливается... παντού, όπου κι αν αυτός σταματά... где бы то не было οπουδήποτε, παντού όπου και να μη•

    больше чем где бы то ни было περσσότερο παρά πουθενά αλλού ή οπουδήποτε αλλού•

    где-где παλ. α) κάπου-κάπου, εδώ κι εκεί, αραιά και που. β) παντού, -αχού.

    εκφρ. где ему справиться (с этим делом) που να τα βγάλει πέρα (μ’ αυτή την υπόθεση)• где (уж) ему понять! που να καταλάβει αυτός! где;• где уж; где (уж) только παντού, πανταχού•
    где бы – αντί να•
    где бы нам плакать - песни поём – αντί να κλαίμε - τραγουδάμε.

    Большой русско-греческий словарь > где

  • 8 крест

    α.
    σταυρός•

    деревянный крест ξύλινος σταυρός•

    могильный крест επιτάφιος σταυρός•

    флаг с -ом σημαία με σταυρό•

    георгиевский -за храбрость ο σταυρός του Αγίου Γεωργίου για αντρεία.

    || μτφ. κακή τύχη, βάσανα, δεινά•

    безропотно нести свой крест αγόγγυστα κουβαλώ το σταυρό μου.

    || ως επίρ. -ом σταυρωτά•

    сложить руки -ом σταυρώνω τα χέρια.

    εκφρ.
    болгарский крест – βουλγαρικός σταυρός (είδος κεντήματος με διπλό σταυρό)•
    крест накрест – σταυροειδώς, σταυρωτά• χιαστί•
    вот те крест – μα το σταυρό, μα το θεό, μα την πίστη•
    - а нет на ком – δεν έχει θεό απάνω του (άσπλαχνος), αθεόφοβος•
    поставить крест – βάζω τελεία και παύλα (οριστικός τερματισμός)•
    целовать крест – φιλώ το σταυρό (ορκιζόμενος)•
    оградить ή осенить себя -ом ή знамением -аπαλ. κάνω το σταυρό•
    распинать на крест – σταυρώνω, βάζω στο σταυρό•
    приложиться к -уπαλ. φιλώ (ασπάζομαι) το σταυρό.

    Большой русско-греческий словарь > крест

См. также в других словарях:

  • вот и нет — Разг. Экспрес. Не выходит, нельзя сделать то, что намечается, предполагается. «Вот впереди шагает старик мой дед… Что же заставляет меня следовать за ним? Почему я покорно, словно раб, тащусь по этой пыльной дороге? Два шага в сторону и,… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • а вот и нет — как бы не так, что (ты!, вы!), ничуть не бывало, (никак, вовсе) нет, (куда, где, какое) там!, да (ты, вы) что! Словарь русских синонимов. а вот и нет предл, кол во синонимов: 12 • вовсе нет (16) • …   Словарь синонимов

  • А вот и нет — Разг. Экспрес. Не выходит, нельзя сделать то, что намечается, предполагается. «Вот впереди шагает старик мой дед… Что же заставляет меня следовать за ним? Почему я покорно, словно раб, тащусь по этой пыльной дороге? Два шага в сторону и,… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • нет — Несть, недостает, отсутствует, не имеется, и в помине (заводе) нет; вышли, перевелись, пропали. Его нет, он в отсутствии, в отлучке, блистает своим отсутствием. Его и след простыл; ни слуху, ни духу, пропал, да и только; как не бывало. Налицо… …   Словарь синонимов

  • вот еще! — нет, и не подумаю, как же!, хоть убейте, только через мой труп, хоть убей Словарь русских синонимов. вот еще! предл, кол во синонимов: 7 • вот ещё! (1) • и не подумаю …   Словарь синонимов

  • нет —     НЕТ1, нету, нет да нет, нет и нет, нет как нет     НЕТ2, никак нет, ничего подобного, отнюдь нет, разг. а вот и нет, разг. вовсе нет, разг. где там, разг. да ты что, разг. да вы что, разг. дудки, разг. как бы не так, разг. какое там, разг.… …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • Вот-Шижим-Соим — Характеристика Длина 13 км Бассейн Карское море, Северный Ледовитый океан Бассейн рек Логасьёган → Куноват → Обь Водоток …   Википедия

  • Вот-Юган — Характеристика Длина 11 км Бассейн Карское море Водоток Устье 94 км по левому берегу реки Бол. Атлым Расположение Стра …   Википедия

  • вот это мило — камни вопиют, куда это годится, возмутительный, отвал башки, безобразие, ни на что не похоже, это ни на что не похоже, хорошенькое дело, бог знает что, этому нет названия, черт те что, дальше ехать некуда, черт знает что Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • Вот и Кончилась Война (альбом) — Вот и кончилась война Альбом Голубые береты Дата выпуска 1990 Лейбл Мелодия …   Википедия

  • Вот рука — Qua la mano Жанр …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»