Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

вот+то-то

  • 61 клюква

    θ.
    οξύκοκκος ο ελοχαρής, φυτό καθώς και ο καρπός αυτού.
    εκφρ.
    вот так - ! – (απλ.) νά τα μας! (για κάτι δυσάρεστο και απροσδόκητο).

    Большой русско-греческий словарь > клюква

  • 62 крест

    α.
    σταυρός•

    деревянный крест ξύλινος σταυρός•

    могильный крест επιτάφιος σταυρός•

    флаг с -ом σημαία με σταυρό•

    георгиевский -за храбрость ο σταυρός του Αγίου Γεωργίου για αντρεία.

    || μτφ. κακή τύχη, βάσανα, δεινά•

    безропотно нести свой крест αγόγγυστα κουβαλώ το σταυρό μου.

    || ως επίρ. -ом σταυρωτά•

    сложить руки -ом σταυρώνω τα χέρια.

    εκφρ.
    болгарский крест – βουλγαρικός σταυρός (είδος κεντήματος με διπλό σταυρό)•
    крест накрест – σταυροειδώς, σταυρωτά• χιαστί•
    вот те крест – μα το σταυρό, μα το θεό, μα την πίστη•
    - а нет на ком – δεν έχει θεό απάνω του (άσπλαχνος), αθεόφοβος•
    поставить крест – βάζω τελεία και παύλα (οριστικός τερματισμός)•
    целовать крест – φιλώ το σταυρό (ορκιζόμενος)•
    оградить ή осенить себя -ом ή знамением -аπαλ. κάνω το σταυρό•
    распинать на крест – σταυρώνω, βάζω στο σταυρό•
    приложиться к -уπαλ. φιλώ (ασπάζομαι) το σταυρό.

    Большой русско-греческий словарь > крест

  • 63 милый

    επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.
    1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•

    -ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•

    -ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•

    она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.

    || ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•

    милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).

    3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.
    εκφρ.
    мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•
    - ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•
    вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!

    Большой русско-греческий словарь > милый

  • 64 наука

    θ.
    1. επιστήμη•

    естественные -и φυσικές επιστήμες•

    точные -и θετικές επιστήμες•

    передовая наука πρωτοπόρα επιστήμη•

    заниматься -ой ασχολούμαι με την επιστήμη ή καλλιεργώ τις επιστήμες•

    отдаться -е αποδίδομαι (αφοσιώνομαι) στις επιστήμες•

    академия наук Ακαδημία επιστημών•

    врачебная ιατρική επιστήμη•

    словесные -и η φιλολογία•

    военная наука στρατιωτική Ακαδημία•

    общественные -и κοινωνικές επιστήμες•

    гуманитарные -и οι ανθρωπιστικές επιστήμες (ιατρική, παιδαγωγική κ.τ.τ.).

    2. διδασκαλία, μάθηση, σπουδή• μάθημα, δίδαγμα•

    отдить в -у δίνω για σπουδή•

    вот тебе наука να για σένα δίδαγμα.

    Большой русско-греческий словарь > наука

  • 65 невидаль

    θ.
    παραδοξότητα, παραξενιά, αλλοκοτιά.
    εκφρ.
    вот -; что за -; какая (икая, эка) невидаль – χαρά στο πράμα (τίποτε το παράξενο).

    Большой русско-греческий словарь > невидаль

  • 66 недолга

    στην έκφρ: (вот) и вся недолга (να) αυτό είναι όλο (και τέλειωσε) απλούστατα.

    Большой русско-греческий словарь > недолга

  • 67 новый

    επ., βρ: нов
    -а, -о; новейший.
    1. νέος, καινούριος•

    новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•

    -ое издание νέα έκδοση•

    -ые знакомства καινούριες γνωριμίες•

    новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•

    -ые времена νέοι καιροί•

    -ая жизнь νέα ζωή•

    новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•

    -ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•

    -ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).

    2. πρόσφατος, τελευταίος•

    -ые события τελευταία γεγονότα•

    что -ого? τι το νεότερο;•

    ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.

    3. άγνωστος μέχρι τώρα•

    -ые впечатления νέες εντυπώσεις•

    я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.

    4. μοντέρνος, σύγχρονος•

    новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).

    5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•

    борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.

    εκφρ.
    новый завет – η Καινή Διαθήκη•
    новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•
    - ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•
    вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε).

    Большой русско-греческий словарь > новый

  • 68 нужный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно, нужны; αναγκαίος, χρειαζούμενος, χρειώδης• απαραίτητος•

    -ые вещи χρειαζούμενα πράγματα•

    -человек απαραίτητος άνθρωπος•

    я нахожу -ым сделать это βρίσκω (θεωρώ, κρίνω) αναγκαίο να το κάνω αυτό•

    давать -ые указания δίνω τις απαραίτητες οδηγίες•

    вот тот, кто мне -жен! να ο άνθρωπος που μου χρειάζεται!•

    скажите ей, что она мне очень -жна πέστε της ότι τη θέλω οπωσδήποτε.

    Большой русско-греческий словарь > нужный

  • 69 поехать

    -еду, -едешь ρ.σ.
    1. πηγαίνω,φεύγω•

    поехать на курорт πηγαίνω στη λουτρόπολη•

    на пароход πηγαίνω ατμοπλοϊκά, με το πλοίο.

    || κατευθύνομαι, κόβω, τραβώ•

    повозка -ла направо το αμάξι έκοψε δεξιά.

    2. μτφ. αρχίζω να φλυαρώ ενοχλητικά, πιάνω τη λίμα, αρχίζω την πάρλα•

    вот болтун•, как -ал, не остановишь να φλύαρος: σαν αρχίσει την πάρλα δεν τον σταματάς.

    Большой русско-греческий словарь > поехать

  • 70 понимать

    ρ.δ.
    1. βλ. понять.
    2. εννοώ, καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα, αντιλαμβάνομαι•

    я не -аю по-немецки δεν καταλαβαίνω γερμανικά•

    вы меня -ете? με καταλαβαίνετε;•

    я вас хорошо -аю σας καταλαβαίνω καλά•

    он ничего не -ает αυτός τίποτε δεν καταλαβαίνει.

    εκφρ.
    -аешь, -аете ή -аешь ли, -аете ли – (ως παρνθ. λ.) καταλαβαίνεις, -ετε•
    я
    -аешь ли, опоздал – καταλαβαίνεις, άργησα•
    вот это я и понимаю – αυτό μάλιστα το καταλαβαίνω (είναι καλό, όπως πρέπει).
    εννοούμαι, γίνομαι αντιληπτός κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > понимать

  • 71 почему

    επίρ. κ. υποτακτ. σύνδ. γιατί, για ποιο λόγο, για ποια αιτία•

    почему он не приходит? γιατί αυτός δεν έρχεται;•

    вот почему это я сделал να γιατί το έκανα αυτό.

    || γι αυτόν το λόγο, γι αυτήν την αιτία•
    - и не писал αυτός ξέχασε τη διεύθυνση, γι αυτό και δεν έγραφε.
    εκφρ.
    почему вы знаете? – από που ξέρετε; πως ξέρετε;

    Большой русско-греческий словарь > почему

  • 72 приключить

    ρ.σ.μ.
    1. ενώνω, συνδέω• приключить πρό•

    приключить вод к сети συνδέω το καλώδιο στο(ηλεκτρικό) δίχτυ.

    2. (διαλκ.) προξενώ• δημιουργώ.
    συμβαίνω•

    вот что -лось... να τι συνέβηκε...

    Большой русско-греческий словарь > приключить

  • 73 сказ

    α.
    (φιλγ.) διήγημα προφορικό, ιστόρημα, ιστορία•

    сказ о героях ιστορίες για τους ήρωες.

    || παλ. διήγημα. || (απλ.) συνομιλία, κουβέντα• λόγος, λέξη.
    εκφρ.
    вот (тебе) и весь сказ – (απλ.) αυτό ήταν όλο και τέλος, ως εδώ και τέλειωσε.

    Большой русско-греческий словарь > сказ

  • 74 собака

    θ.
    σκύλος, -ί• σκύλα•

    охотничья собака κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο•

    сторожевая το μαντρόσκυλο•

    ездовые -и σκύλοι έλασης.

    || (υβρισ. λ.) σκυλί, σκυλιά, σκύλα (για σκληρούς ανθρώπους). || σπουδαίος εκτελεστής•

    ах собака, что делает! (απλ.) αχ, το σκυλί, τι (σπουδαία) πράγματα κάνει!

    εκφρ.
    как собака – σαν το σκυλί: измучился он как собака τυραννί-στηκε αυτός σαν το σκυλί•
    - у съесть – είμαι πολύπειρος, ξεσκολισμένος• τρώγω (έφαγα) τα μουστάκια μου•
    вот где собака зарыта – να που είναι ο λάκκος της φάβας (η ουσία ή αιτία)•
    с -ами не сыщешь кого – ούτε τα σκυλιά δε μπορούν να τον βρουν (αδύνατο να τον ανακαλύψεις).

    Большой русско-греческий словарь > собака

  • 75 ужо

    επίρ.
    (απλ.) μετά, ύστερα, κατόπι, έπειτα. || (ως απειλή, εκδίκηση στο μέλλον)• που θα μου πας• θα δεις•

    вот ужо тебе! θα σου δείξω εγώ! θα δεις!•

    -я тебя! θα σε κανονίσω εγώ!

    Большой русско-греческий словарь > ужо

  • 76 Христос

    христа α. Χριστός.
    εκφρ.
    - а ради – (απλ.)• α) για χάρη του Χριστού, στο όνομα του Χριστού (για ελεημοσύνη)• β) παρακαλώ, ωρίστε•
    жить -а радиπαλ. •α) ζωμέ ελεημοσύνη (γινόμενη στο άνομα του Χριστού), β) ζω σε κάποιον από έλεος•
    вот тебе (те) – πραγματικά, αληθινά•
    Христос с ними, – ο Χριστός μαζί τους (ο Χριστός να του ειρηνεύσει)•
    Христос с тобойπαλ. Χριστέ μου! (για θαυμασμό).

    Большой русско-греческий словарь > Христос

  • 77 штука

    θ.
    1. κομμάτι, τεμάχιο• ένα από τα πολλά όμοια πράγματα• πράγμα, αντικείμενο•

    пять штук сахара πέντε κομμάτια ζάχαρη•

    штука полотна ένα κομμάτι ύφασμα•

    работать от -и δουλεύω με το κομμάτι•

    сорок штук рогатого скота σαράντα κερασφόρα ζώα•

    двадцать штук арбузов είκοσι κομμάτια καρπούζια.

    2. τέχνασμα, κόλπο, μηχανή• τερτίπι. || πονηριά, πανουργία• διαβολιά. || φαινόμενο• υπόθεση-περιστατικό. || άνθρωπος πονηρός.
    3. τόπι υφάσματος άθικτο (αναρχίνηγο).
    εκφρ.
    не -а – δεν είναι κανένα πράγμα δύσκολο•
    вот так -! – νά σου πράγμα!

    Большой русско-греческий словарь > штука

  • 78 Юрьев

    -а, -о, επ. του Γεωργίου:
    вот тебе, бабушка и Юрьев день να, γιαγιά, τί σου είναι η μέρα του αγίου Γεωργίου (για ξαφνική μετατροπή του γεγονότος προς το χειρότερο• από το γεγονός ότι ο τσάρος ακύρωσε προηγούμενο διάταγμα, που έδινε το δικαίωμα στους αγρότες τη μέρα αυτή να αλλάζουν τσιφλικά).

    Большой русско-греческий словарь > Юрьев

См. также в других словарях:

  • вот бы — вот бы …   Орфографический словарь-справочник

  • вот и — вот и …   Орфографический словарь-справочник

  • вот то-то — (же) …   Орфографический словарь-справочник

  • вот — частица. 1. Указывает на кого , что л., находящееся или происходящее перед глазами, в непосредственной близости или при рассказывании как бы перед глазами. Вот и наш поезд. Вот вам ключ. Вот те крест (страстное уверение, клятва в чём л.). Где ваш …   Энциклопедический словарь

  • ВОТ — ВОТ, указательная частица. 1. Служит для указания на что нибудь, находящееся или происходящее перед глазами или как бы перед глазами в данную минуту, на наличие чего нибудь. Вот наш дом. «Вот бегает дворовый мальчик.» Пушкин. «Но вот толпа… …   Толковый словарь Ушакова

  • ВОТ — 1. местоим. Указывает на происходящее или находящееся в непосредственной близости или (при рассказывании) как бы перед глазами. В. идёт поезд. В. наш дом. В. здесь пойдём. В. эти книги. 2. местоим. [всегда ударное ]. В сочетании с вопросительным… …   Толковый словарь Ожегова

  • вот —   Вот тебе и на, вот тебе и на, вот те на или вот так тик! (разг.) восклицание по поводу чего н. неожиданного, не соответствующего ожиданиям, удивительного.   Вот тебе и что (разг.) о том, чего ожидали, но что не совершилось или превратилось не в …   Фразеологический словарь русского языка

  • ВОТ — ВОТ; вотде, водека, вота, вототко вост. вотачка пск. нареч. указат. О близком предмете: здесь, тут, восе, вось; о дальнем: вон, вонаде, там, тамотка. Междомет. вона, вот еще, вот те на, эко, эхма. Вот те Бог, божба. Вото что, вона, вот как;… …   Толковый словарь Даля

  • вот; — вотде, водека, вота, вототко вост. вотачка пск., нареч., указ. О близком предмете: здесь, тут, восе, вось; о дальнем: вон, вонаде, там, тамотка. | межд. вона, вот еще, вот те на, эко, эхма. Вот те Бог, божба. Вото что, вона, вот как; неужто? Вот… …   Толковый словарь Даля

  • Вот и всё — «Вот и всё» Сингл Мити Фомина из альбома Так будет …   Википедия

  • ВОТ — Всемирная организация по туризму организация ВОТ высокотемпературный органический теплоноситель ВОТ Всесоюзное общество трезвости истор., организация ВОТ временно оккупирован …   Словарь сокращений и аббревиатур

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»