Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ворот

  • 1 ворот

    α.
    γιακάς, περιλαίμιο•

    широкий ворот πλατύς γιακάς.

    εκφρ.
    схватить за ворот – αρπάζω (πιάνω) από το γιακά.
    α.
    ανελκυστήρας, μαγγάνι.

    Большой русско-греческий словарь > ворот

  • 2 ворот

    ворот I
    м (одежды) ὁ γιακάς:
    схватить за \ворот ἀρπάζω ἀπ· τό γιακά.
    ворот II
    м тех. τό μάγγανο, ἡ στρέβλη, τό μαγγάνι, τό βαροῦλκο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > ворот

  • 3 ворот

    (грузоподъёмная машина) το απλό μάγγανο
    η στρεβλή

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ворот

  • 4 ворот

    [βόρατ] ουσ. α γιακάς

    Русско-греческий новый словарь > ворот

  • 5 ворот

    [βόρατ] ουσ α γιακάς

    Русско-эллинский словарь > ворот

  • 6 полотнище

    1. (одна из двух половин дверей, ворот и т.п.) το φύλλο (της θύ-ρας/πόρτας, εξώπορτας κ.λπ.) 2. (плоская тонкая часть какого-л. инструмента) η λάμα, η λεπίδα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полотнище

  • 7 затвор

    затвор
    м
    1. воен. τό κλείστρο, τό κινητό[ν] οὐραϊο[ν] ὅπλου·
    2. (у плотины) ὁ ὑδροφράκτης·
    3. (засов) ἡ ἀμπάρα, ἡ κλειδωνιά, ἡ κλειδαριά (у дверей)) ὁ μάνδαλος, ὁ σύρτης (у ворот)·
    4. фото ὁ κλειών.

    Русско-новогреческий словарь > затвор

  • 8 душить

    душу, душишь ρ.δ.μ.
    1. πνίγω, θανατώνω, στραγγαλίζω•

    кошка -ит цыплят η γάτα πνίγει τα πουλάκια.

    || περιορίζω• εκμηδενίζω•

    душить критику πνίγω την κριτική•

    душить свободу στραγγαλίζω τη λευτεριά.

    2. συγκρατώ• σφίγγω•

    смех его -ит τον πνίγει το γέλιο•

    меня -ит кашель με πνίγει ο βήχας•

    меня -ит узкий ворот με σφίγγει ο γιακάς.

    || μτφ. καταπιέζω, βασανίζω, κατατρύχω (για σκέψεις, αισθήματα κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    душить в объятиях – σφιχταγκαλιάζω•
    душить поцелуями – καταφιλώ.
    πνίγομαι.
    душу, душишь
    ρ.δ.μ.
    αρωματίζω.
    αρωματίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > душить

  • 9 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 10 исшить

    изошью, изошьшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исшитый
    -шит, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παλ. κεντώ•

    исшить ворот κεντώ το γιακά.

    2. καταναλώνω για κέντισμα.

    Большой русско-греческий словарь > исшить

  • 11 косой

    επ., βρ: кос, коей, косо.
    1. πλάγιος, λοξός• επικλινής•

    -ые лучи солнца οι λοξές ακτίνες του ήλιου•

    косой дождь λοξή βροχή•

    косой почерк πλάγια γραφή.

    2. στραβός, σκεβρός.
    3. βλ. косоглазый.
    4. μτφ. ύποπτος, δυσμενής•

    косой взгляд λοξή ματιά.

    5. (απλ.) ουσ, λαγός.
    εκφρ.
    косой ворот – γιακάς που κουμπώνει στο πλευρό•
    косой парус – τριγωνικό καραβόπανο•
    косой угол – οξεία γωνία•
    косой треугольник – οξυγώνιο τρίγωνο•
    -ая сажень в плечах; в -ую сажень ростом – πελώριος άνθρωπος, άντρακλας.

    Большой русско-греческий словарь > косой

  • 12 открытый

    επ. από μτχ.
    1. ανοιχτός•

    -ое окно ανοιχτό παράθυρο.

    2. απροκάλυπτος•

    -ая местность ανοιχτό μέρος.

    || ακάλυπτος, απροστάτευτος•

    открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.

    3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•

    открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.

    4. γυμνός•

    -ая шя γυμνός λαιμός.

    || έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•

    открытый ворот ανοιχτός γιακάς•

    блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.

    5. ελεύθερος (εισόδου)•

    открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•

    -ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.

    6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•

    с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•

    открытый характер ευθύς χαρακτήρας.

    7. του είδους, της μορφής•

    -ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.

    8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.
    εκφρ.
    открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•
    - ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•
    лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•
    - ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•
    выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•
    - ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•
    открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•
    в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•
    под -ым небом – στο ύπαιθρο•
    с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•
    в -ом поле – στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > открытый

  • 13 поворот

    α.
    1. στροφή• στρίψιμο, γύρισμα•

    поворот винта στρίψιμο της βίδας.

    2. καμπή: поворот улицы, реки καμπή της οδού, του ποταμού.
    3. μτφ. αλλαγή, μεταβολή, μεταλλαγή, μετατροπή•

    коренной поворот ριζική αλλαγή-- в на-строниях αλλαγή στις διαθέσεις•

    поворот к лучшему στροφή (τροπή) προς το καλύτερο•

    обратный поворот μεταστροφή.

    εκφρ.
    от ворот поворот получить – παίρνω αρνητική απάντηση ή την απο-ξηλωμένη.

    Большой русско-греческий словарь > поворот

  • 14 прямой

    επ., βρ: прям, пряма, прямо.
    1. ευθύς, ίσιος•

    -ая линия ευθεία γραμμή•

    -ая дорога ίσιος δρόμος•

    прямой нос ίσια μύτη•

    -ые волосы ίσια μαλλιά.

    2. άμεσος•

    говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•

    -ые выборы άμεσες εκλογές•

    прямой налог άμεσος φόρος.

    3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.
    4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•

    прямой вызов φανερή πρόκληση•

    прямой обман ολοφάνερη απάτη.

    || πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•

    -ая польза καθαρό όφελος•

    -ая выгода καθαρό κέρδος•

    прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).

    5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).
    εκφρ.
    - ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•
    прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•
    прямой выстрел – ευθυτενής βολή•
    - ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•
    -ая дорога
    - путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•
    - ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•
    - ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•
    - ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•
    угол – ορθή γωνία•
    в -ом смысле слова – στην κυριολεξία.

    Большой русско-греческий словарь > прямой

  • 15 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 16 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

  • 17 ухватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, αρπάζω, αδράχνω, γραπώνω•

    ухватить со всех сторон περιαρπάζω, περιαδράχνω•

    ухватить камень αρπάζω πέτρα•

    ухватить за ворот αρπάζω από το γιακά.

    || μτφ. ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•

    ухватить чужую змлю αρπάζω ξένη γη.

    2. μτφ. συλλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι αμέσως•

    ухватить мысль πιάνω αμέσως (αρπάζω) το νόημα•

    ухватить намк καταλαβαίνω αμέσως τον υπαινιγμό.

    1. πιάνομαι αμέσως, αρπάζομαι, δράττομαι•

    ухватить за сучок αρπάζομαι από ένα κλαδί.

    2. μτφ. καταπιάνομαι, ασχολούμαι•

    дела-то много, а ухватить за что не знаю δουλειές (υποθέσεις) είναι πολλές, όμως με πια να καταπιαστώ δεν ξέρω,

    3. μτφ. επωφελούμαι, δράττομαι, εκμεταλλεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ухватить

  • 18 хватать

    ρ.δ.μ.
    1. αρπάζω, πιάνω, τσακώνω•
    кого за руку, за волосы, за ворот πιάνωκάποιον από το χέρι, από τα μαλλιά, από το γιακά•

    хватать на лету πιάνω στον αέρα.

    || παίρνω•

    он -ает с земли камень и кидает на него αυτός παίρνει από χάμω πέτρα και τη ρίχνει σαυτόν•

    хватать что попало παίρνω (αρπάζω) ό,τιτύχει.

    || (για ψάρι) τσιμπώ (αρπάζω το δόλωμα).
    2. συλλαμβάνω, κάνω συλλήψεις.
    3. βλ. хватить (2 κ. 10 σημ.).
    εκφρ.
    хватать воздух – αναπνέω αέρα (με ανοιχτό το στόμα)•
    этого ещё не -ло! – ακόμα αυτό δεν έφτανε!
    1. αρπάζομαι• πιάνομαι.
    2. καταπιάνομαι, καταγίνομαι, επιδίδομαι με ζήλο.
    3. συλλαμβάνομαι (από αστυνομία κ.τ.τ.).
    4. επιλαμβάνομαι.
    εκφρ.
    хватать за ум – λογικεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > хватать

См. также в других словарях:

  • ВОРОТ — 1. ВОРОТ1, ворота, мн. вороты ворота, муж. Край одежды вокруг шеи, а также само отверстие в одежде, в которое продевается шея, с разрезом на груди или без него. Ворот широк, узок. Прямой ворот (с разрезом посередине). Косой ворот (с разрезом… …   Толковый словарь Ушакова

  • ВОРОТ — 1. ВОРОТ1, ворота, мн. вороты ворота, муж. Край одежды вокруг шеи, а также само отверстие в одежде, в которое продевается шея, с разрезом на груди или без него. Ворот широк, узок. Прямой ворот (с разрезом посередине). Косой ворот (с разрезом… …   Толковый словарь Ушакова

  • ворот — ВОРОТ, а, муж. 1. На одежде: вырез вокруг шеи. Открытый, закрытый в. Прямой в. (с разрезом посередине). Косой в. (с разрезом сбоку). По ворот или по ворот в грязи (об очень грязном человеке). 2. То же, что воротник. Отложной в. Схватить за ворот… …   Толковый словарь Ожегова

  • ворот — 1. ВОРОТ, а; м. Вырез в одежде для шеи; пришитая к этому вырезу и облегающая шею полоса ткани. Платье с воротом. Расстегнуть в. Открытый в. (не закрывающий шею). Косой в. (стоячий, с разрезом сбоку). * Брань на вороту не виснет (Погов.). 2. ВОРОТ …   Энциклопедический словарь

  • ворот — ворот, мн. вороты и в просторечии ворота. В сочетании с предлогом «за»: за ворот и за ворот …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • ворот — ладонка на вороту, а черт на шее... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. ворот сущ., кол во синонимов: 13 • абня (4) …   Словарь синонимов

  • ВОРОТ — простейшая грузоподъемная машина, состоящая из барабана с ручным приводом и каната или цепи, навиваемых на барабан …   Большой Энциклопедический словарь

  • ВОРОТ — ВОРОТ, грузоподъемное устройство, состоящее из колеса (барабана), насаженного на ось, и приводимое в действие вручную. Наиболее известным примером является механизм для поднятия ведер с водой из колодца. Состоит из барабана, на который намотана… …   Научно-технический энциклопедический словарь

  • ВОРОТ 1 — ВОРОТ 1, а, м. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • ВОРОТ 2 — ВОРОТ 2, а, м. Простейшая грузоподъёмная машина Ч горизонтальный вал, на который наматывается трос с грузом. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • ВОРОТ — (Windlass) см. Лебедки. Самойлов К. И. Морской словарь. М. Л.: Государственное Военно морское Издательство НКВМФ Союза ССР, 1941 …   Морской словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»