Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

взять+-у

  • 101 неоткуда

    επίρ.
    από πουθενά από που•

    мне неоткуда взять деньги από πουθενά δεν έχω να πάρω χρήματα•

    неоткуда взяться δεν έχω από που να κρατηθώ•

    неоткуда ему быть опытным από πού αυτός να έχει πείρα.

    Большой русско-греческий словарь > неоткуда

  • 102 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 103 оборот

    α.
    1. στροφή•

    количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•

    колеса η στροφή του τροχού.

    || γύρισμα, αναστροφή•

    оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.

    2. κύκλος•

    оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).

    || κυκλοφορία•

    оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•

    пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•

    годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.

    3. χρήση, χρησιμοποίηση•

    пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•

    ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.

    4. στροφή•

    оборот реки στροφή του ποταμού.

    || καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).
    5. τροπή•

    дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).

    6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•

    оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).

    7. έκφραση•

    р-чи έκφραση λόγου•

    неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.

    εκφρ.
    брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.

    Большой русско-греческий словарь > оборот

  • 104 обработка

    θ. (κυρλξ. κ. μτφ.)
    επεξεργασία, κατεργασία, δούλεμα. || προετοιμασία.
    (κυρλξ. κ. μτφ.) καλλιέργεια.
    εκφρ.
    брать (взять) на -уβλ. обработать (3 σημ.)

    Большой русско-греческий словарь > обработка

  • 105 образец

    -зца α.
    1. υπόδειγμα, δείγμα•

    -ы почвы δείγματα εδάφους (γης, χώματος)•

    -ы новых изделий υποδείγματα (μοντέλα) νέων αντικειμένων.

    2. παράδειγμα, τύπος, πρότυπο (κεντήματος) ξόμπλι (υποδηματοποιών, ραφτών) αχνάρι, πατρόν.
    3. υπόδειγμα, παράδειγμα•

    взять кого за образец παίρνω κάποιον για παράδειγμα•

    стивить кого в образец другим αναφέρω κάποιον σαν παράδειγμα για άλλους•

    образец искусства υπόδειγμα Τέχνης (αριστούργημα)•

    образец квитанции υπόδειγμα απόδειξης•

    служить -ом χρησιμεύω για παράδειγμα.

    || μορφή, σχήμα, παράσταση.

    Большой русско-греческий словарь > образец

  • 106 обратно

    επίρ.
    αντίστροφα, αντίθετα
    - ανα δρομικά•

    повернуть обратно γυρίζω πίσω•

    течь αναρρέω, παλιρροώ•

    обратно пропорциональный αντιστρόφως ανάλογα.

    || πίσω, προς τα πίσω•

    идти обратно πηγαίνω πίσω (επιστρέφω)•

    взять (получить) обратно παίρνω πίσω.

    || πάλι ξανά•

    пришл и обратно ушл ήρθε και ξανά έφυγε.

    Большой русско-греческий словарь > обратно

  • 107 обстрел

    α.
    1. βολή, πυροβολισμός τα πυρά•

    артиллерийский обстрел κανονιοβολισμοί, κανονίδι•

    миномётный обстрел βολή όλμων, ολμοβόλα πυρά.

    2. ζώνη, πεδίο βολής.
    εκφρ.
    брать (взять) под обстрел – κατακρίνω δριμύτατα, καυτηριάζω, μαστιγώνω, ρίχνω καταιγιστικά πυρά.

    Большой русско-греческий словарь > обстрел

  • 108 обязательство

    ουδ.
    1. υποχρέωση•

    взять на себя обязательство αναλαμβάνω υποχρέωση•

    взаимные -а αμοιβαίες υποχρεώσεις ή συνυποχρεώσεις.

    2. (οικον.): долговое обязательство το χρεόγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > обязательство

  • 109 опека

    θ.
    κηδεμονία•

    быть под -ой είμαι υπο κηδεμονία•

    взять под -у παίρνω υπό την κηδεμονία•

    опека малолетнего κηδεμον ία ανήλικου.

    εκφρ.
    международная опека – διεθνής κηδεμονία.

    Большой русско-греческий словарь > опека

  • 110 оружие

    ουδ.
    1. όπλο• όπλα•

    огнестрельное оружие πυροβόλο όπλο•

    холодное оружие όπλα κοφτερά, δίκοπα•

    атомное оружие ατομικό όπλο (πυρηνικό)•

    химическое оружие χημικό όπλο•

    личное -ατομικό όπλο (φερόμενο από κάθε οπλίτη)•

    к -ю)! στα όπλα! (παράγγελμα)•

    браться (взять(ся) за оружие παίρνω τα όπλα•

    призывать к.-ю καλώ στα όπλα.

    2. μτφ. (στρατ.) σώμα (πεζικό, πυροβολικό κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > оружие

  • 111 отчёт

    α.
    1. απολογισμός• έκθεση• отчёт πέ•

    отчёт ред избирателями απολογισμός μπροστά στους εκλογείς•

    финансовый отчёт οικονομικός απολογισμός•

    отчёт местного комитета απολογισμός της τοπικής επιτροπής•

    годичный отчёт ετήσιος απολογισμός.

    2. απολογία•

    дать отчёт в своих дист-виях, поступках απολογούμαι για τις ενέργειες μου, τις πράξεις μου.

    εκφρ.
    дать (давить) себе отчёт – έχω γνώση (επίγνωση)• έχω συναίσθηση, συνείδηση•
    взять под отчёт – παίρνω με απόδοση λογαριασμού.

    Большой русско-греческий словарь > отчёт

  • 112 охапка

    θ.
    αγκαλιά•

    охапка дров μια αγκαλιά καυσόξυλα•

    охапка соломы μια αγκαλιά άχυρο.

    εκφρ.
    в -уκ. в -е στην αγκαλιά•
    взять в -у – παίρνω στην αγκαλιά•
    схватить в -у – αρπάζω στην αγκαλιά.

    Большой русско-греческий словарь > охапка

  • 113 память

    θ.
    1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•

    слабая память αδύνατη μνήμη•

    это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•

    зрительная память οπτική μνήμη•

    тврдая γερή μνήμη•

    лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•

    мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•

    удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•

    если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•

    написать на память γράφω από μνήμης•

    выучить на память απομνημονεύω•

    приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•

    приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.

    2. ανάμνηση•

    чтить память τιμώ τη μνήμη•

    оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•

    в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...

    3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.
    εκφρ.
    вечная память – αιώνια η μνήμη•
    блаженной (светлой, незабвенной) -иπαλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•
    печальной – με θλιβερή τη μνήμη•
    недоброй -и – με κακή τη μνήμη•
    без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•
    он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•
    на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•
    на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•
    на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•
    по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•
    прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > память

  • 114 переплёт

    α.
    1. βιβλιοδέτηση, -σία.
    2. επικάλυμμα•

    кожанный переплёт δερμάτινο επικάλυμμα βιβλίου.

    3. σιδεριά, δικτυωτό περίπλεγμα.
    4. μτφ. μπέρδεμα, περιπλοκή• κατάσταση περίπλοκη.
    εκφρ.
    брать (взять) в переплёт – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.

    Большой русско-греческий словарь > переплёт

  • 115 плен

    -а, προθτ. о плене, в плену α.
    1. αιχμαλωσία, -ώτιση, -σμός•

    взять в плен αιχμαλωτίζω•

    попасть в плен αιχμαλωτίζομαι•

    нэхо-диться в -у είμαι (βρίσκομαι) αιχμάλωτος, σε αιχμαλωσία.

    2. μτφ. κυρίευση, κατοχή, κυριαρχία•

    освободиться от -а предрассудков, απελευτερώνομαι από την κυριαρχία των προλήψεων.

    Большой русско-греческий словарь > плен

  • 116 потолок

    -лка α.
    1. οροφή, νταβάνι•

    свод-чэ.тый потолок θολωτή οροφή.

    2. (διαλκ.) η άνω οροφή (προς τη σοφίτα).
    3. το ανώτερο ύψος πτήσης. || μτφ. το ανώτερο όριο.
    εκφρ.
    с -лка (взять, сказатьκλπ.) όπως μου έρθει (μου κατεβάσει) εκείνη τη στιγμή, στα κουτουρού.

    Большой русско-греческий словарь > потолок

  • 117 приказать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приказанный, βρ: -зал, -а, -о
    ρ.σ.
    1. διατάσσω• προστάζω• δίνω εντολή•

    он -ал взять его мртвым или живого αυτός διέταξε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.

    2. μτφ. παλ. αναθέτω αναθέτω εντολή•

    приказать имение жене αναθέτω την περιουσία στη σύζυγο.

    εκφρ.
    что -жешь (приказатьжете)? – τι έχεις (приказатьετε) να πεις; να πείτε; (στον συνομιλητή, όταν η απάντηση είναι σαφής)•
    как -жетеπαλ. όπως σας αρέσει, όπως πείτε•
    что -жете?παλ. τι θέλετε; τι επιθυμείτε; τι σας αρέσει;

    Большой русско-греческий словарь > приказать

  • 118 пример

    α.
    1. παράδειγμα• υπόδειγμα•

    мужества παράδειγμα ανδρείας•

    пояснить мысль примером διασαφηνίζω τη σκέψη με παράδειγμα•

    следовать чьему-л. пример ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου•

    по -у прошлых лет όπως γινόταν και στο παρελθόν•

    привести -φέρω παράδειγμα•

    пример великодушия παράδειγμα• μεγαλοψυχίας.

    2. (μαθ.) γύμνασμα.
    εκφρ.
    для -а – για παραδειγματισμό•
    к -у ή к -у сказать (ή говоря) – παραδείγματος χάρη•
    не в пример – α) αντίθετα, β) ασύγκριτα•
    брать (взять) пример с кого – παίρνω παράδειγμα από κάποιον, μιμούμαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > пример

  • 119 приступ

    α.
    1. παλ. αρχή, έναρξη
    2. παλ. εισαγωγή (σε λόγο, έργο κ.τ.τ.).
    3. παροξυσμός, κρίση•

    приступ лихорадки παροξυσμός πυρετού•

    приступ кашля παροξυσμός βήχα, υλακώδης βήχας•

    сердечный приступ καρδιακή κρίση.

    4. πλησίαση, σίμωμα, ζύγωμα, προσέγγιση.
    5. (στρατ.) έφοδος•

    взять -ом παίρνω με έφοδο.

    εκφρ.
    - у нет – είναι απρόσιτο (πανάκριβο) ή είναι απρόσιτος (δεν μπορείς να επικοινωνήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > приступ

  • 120 прицел

    α.
    1. σκόπευση.
    2. κλισιοσκόπιο
    оптический прицел διόπτρα όπλου.
    εκφρ.
    брать (взять) на прицел – α) σκοπεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή, β) μτφ. συγκεντρώνω την προσοχή μου.

    Большой русско-греческий словарь > прицел

См. также в других словарях:

  • взять — взятку • действие взять вину • действие, получатель взять время • обладание, начало взять грех • обладание, начало взять инициативу • обладание, начало взять интервью • действие взять кредит • действие, объект взять курс • действие, начало взять… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • взять — Доставать, взимать, заимствовать, занимать, выманивать, выуживать, извлекать, исторгать, почерпать, позаимствовать чем, принимать, хватать; обнимать; вбирать, всасывать, поглощать; браться за, хвататься за; хапнуть, цапнуть. С него взятки гладки… …   Словарь синонимов

  • ВЗЯТЬ — брать, подобрать, измерить, заметить, поднимать и пр. Взять на абордаж абордировать (см.). Взять на буксир подать на другое судно буксир и начать буксировку. Взять высоту светила (То take the altitude) измерить угломерным инструментом высоту… …   Морской словарь

  • ВЗЯТЬ — ВЗЯТЬ, возьму, возьмёшь; взял, а, о; взятый (взят, а, о); совер. 1. см. брать. 2. Употр. в сочетании с союзом «да», «и» или «да и» и другим глаголом при обозначении неожиданного, внезапного действия (разг.). Возьму и скажу. Взял да убежал. В. да… …   Толковый словарь Ожегова

  • взять — возьму, возьмёшь; взял, ла, взяло; взятый; взят, взята, взято; св. 1. к Брать. В. газету со стола. В. книгу в библиотеке. В. деньги в долг. В. автограф. Взять! (команда собаке схватить кого л.). Его взяли через три дня (арестовали). В. на… …   Энциклопедический словарь

  • ВЗЯТЬ — ВЗЯТЬ, возьму, возьмёшь, прош. вр. взял, взяла, взяло, совер. 1. совер. к брать. 2. без доп. Вывести из чего нибудь заключение, решение, вздумать (разг.). С чего ты взял, что тебе надо ехать? 3. кого что. Арестовать (разг.). «Как ее не взяли, не… …   Толковый словарь Ушакова

  • Взять — (иноск.) отличаться, достигать, побѣдить. Онъ всѣмъ взялъ. И ростомъ и доростомъ взялъ. Что взялъ? ( неудачно искавшему, не имѣвшему въ чемъ успѣха.) Ср. Чѣмъ парень не вышелъ? Взялъ ростомъ и доростомъ. Мельниковъ. На горахъ. 4, 1. Ср. Вотъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Взять — I сов. перех. 1. Принять в руки, захватить рукой, руками, щипцами и т.п. отт. разг. Собрать. отт. перен. Сделать что либо предметом рассмотрения, изучения, изображения и т.п. 2. Извлечь откуда либо или для чего либо. отт. перен. разг. Почерпнуть… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • взять — взять, возьму, возьмёшь; взял, взяла, взяло, взяли …   Русское словесное ударение

  • взять — глаг., св., употр. наиб. часто Морфология: я возьму, ты возьмёшь, он/она/оно возьмёт, мы возьмём, вы возьмёте, они возьмут, возьми, возьмите, взял, взяла, взяло и взяло, взяли, взявший, взятый, взяв см. нсв. бр …   Толковый словарь Дмитриева

  • взятьё — сущ., кол во синонимов: 1 • взятье (2) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»