Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

взять+в+-и+кого

  • 1 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 2 шоры

    шор πλθ.
    1. παρωπίδες.
    2. οι ιμάντες ζεύξης.
    εκφρ.
    взять в шоры кого ή держать в -ах кого – βάζω παρωπίδες σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > шоры

  • 3 работа

    работ||а
    ас
    1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):
    тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·
    2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:
    временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·
    3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:
    печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > работа

  • 4 клятва

    θ.
    1. όρκος•

    клятва в верности ή верности όρκος πίστης•

    επιορκώ•

    взять -у с кого-н. βάζω κάποιον να ορκιστεί•

    ложная клятва ψευδορκία.

    2. παλ. κατάρα.

    Большой русско-греческий словарь > клятва

  • 5 пример

    α.
    1. παράδειγμα• υπόδειγμα•

    мужества παράδειγμα ανδρείας•

    пояснить мысль примером διασαφηνίζω τη σκέψη με παράδειγμα•

    следовать чьему-л. пример ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου•

    по -у прошлых лет όπως γινόταν και στο παρελθόν•

    привести -φέρω παράδειγμα•

    пример великодушия παράδειγμα• μεγαλοψυχίας.

    2. (μαθ.) γύμνασμα.
    εκφρ.
    для -а – για παραδειγματισμό•
    к -у ή к -у сказать (ή говоря) – παραδείγματος χάρη•
    не в пример – α) αντίθετα, β) ασύγκριτα•
    брать (взять) пример с кого – παίρνω παράδειγμα από κάποιον, μιμούμαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > пример

  • 6 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 7 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 8 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 9 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 10 живьем

    живьем
    нареч разг ἐν ζωή, ζωντανό:
    съесть кого-л, \живьем τρώγω κάποιον ζωντανό· взять кого-л, \живьем πιάνω κάποιον ζωντανό.

    Русско-новогреческий словарь > живьем

  • 11 нос

    нос
    м
    1. ἡ μύτη, ἡ ρις / τό ράμφος (у птиц):
    большой \нос ἡ μεγάλη μύτη, ὁ μύτος, ἡ μυτάρα· курносый \нос ἡ σιμή μύτη· орлиный \нос ἡ γρυπή μύτη· человек с орлиным \носом γερακομύτης· вздернутый \нос ἡ ἀνασηκωμένη μύτη· \нос с горбинкой ἡ κυρτή μύτη·
    2. мор. ἡ πλώρη, ἡ πρώρα·
    3. геогр. τό ἀκρωτήριο[ν]· ◊ говорить в \нос μιλώ μέ τή μύτη· взять что-л.,из-под \носа παίρνω κάτι μπροστά ἀπ' τά μάτια κάποιου· совать повсюду свой \нос χώνω παντοῦ τή μύτη μου· водить кого-л. за \нос разг σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, τραβῶ ἀπό τή μύτη· не видеть дальше своего́ \носа разг δέν βλέπω πιό μακρυά ἀπό τή μύτη μου· остаться с \носом разг μένω στά κρύα τοδ λουτρού· показать кому́-л. \нос κοροϊδεύω, κάνω κοροϊδευτική χειρονομία· повесить \нос κα-τσουφιάζω, κρεμάω τά μούτρα μου· задирать \нос σηκώνω τήν μύτη ψηλά, ξιπάζομαι, τό παίρνω ἐπάνω μου· столкнуться \носом к \носу συναντώ κάποιον, τρακάρω μέ κάποιον зарубите себе на \носу́ разг βάλτε τό καλά στό μυαλό σας· уткнуться \носом в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα τοῦ βιβλίου· клевать \носом κουτουλάω ἀπό τή νύστα· ткнуть \носом кого-л. во что́-л. δείχνω, βάζω μπροστά στά μάτια κάποιου, φέρνω μπροστά στή μύτη κάποιου· закрыть дверь перед чьйм-л, \носом разг κλείνω τήν πόρτα κατάμουτρα (κάποιου)· быть на \носу (о каком-л. событии) πλησιάζω, κοντεύω, ἐρχομαι· держать \нос по ветру καιροσκοπῶ, ἀλλάζω πεποιθήσεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, πάω ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος.

    Русско-новогреческий словарь > нос

  • 12 с

    с
    предлог А с род. п.
    1. (при обозначении предмета, орудия, способа, приема, с помощью которого совершается действие) ἀπό, μέ:
    кормить с ло́жечки ταίζω μέ τό κουταλάκι· пить с блюдечка πίνω ἀπό τό πιατάκι· убить с первого выстрела σκοτώνω μέ τόν πρῶτο πυροβολισμό· узнать с первого взгляда ἀναγνωρίζω μέ τήν πρώτη ματιά· взять с бою κυριεύω μέ μάχη· продавать с аукциона βγάζω σέ πλειστηριασμό· с разбега μέ φόρα, μετά φοράς·
    2. (откуда-л, \с при удалении, отделении) ἀπό:
    встать со стула σηκώνομαι ἀπό τήν καρέκλα· уволить с работы διώχνω ἀπό τή δουλειά· свергнуть с престола ρίχνω ἀπό τό θρόνο, ἐκθρονίζω·
    3. (на основании чего-л.) μέ:
    с разрешения μέ τήν ἄδεια· с его́ ведома ἐν γνώσει του·
    4. (от кого-л.) ἀπό, ἐκ:
    получить деньги с заказчика εἰσπράττω χρήματα ἀπό τόν πελάτη· с миру по нитке\сголому рубашка посл. φασούλι τό φασούλι, γεμίζει τό σακκούλι· с него́ причитается... ἀπ' αὐτόν ἔχουμε νά παίρνουμε...
    5. (при обозначении исходного пункта) ἀπό:
    с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· с детства ἀπό τά παιδικά χρόνια. с тех пор ἀπό τότε· рыба гниет с головы погов. τό ψάρι βρωμά ἀπ' τό κεφάλι·
    6. (по причине) ἀπό:
    с досады ἀπό τό κακό μου, ἀπό τή φούρκα μου· сгорать со стыда κατακοκκινίζω ἀπό τή ντροπή μου· устать с дороги κουράζομαι ἀπό τό ταξίδι·
    7. (при обозначении предмета, являющегося оригиналом, образцом) ἀπό, ἐκ:
    писать портрет с кого-л. ζωγραφίζω τό πορτραίτο κάποιου· перевод с греческого μετάφραση ἀπό τά ἐλληνικά· В с твор. п.
    1. μέ, μαζί μέ, μετά:
    говорить с сестрой μιλώ μέ τήν ἀδελφή (μου)· обедать с товарищем τρώγω μαζί μέ τόν φίλο μου·
    2. (в смысле союза «и») και:
    я с товарищем ἐγώ καί ὁ φίλος μου·
    3. (для выражения особенности, качества) μέ:
    дом с зеленой крышей σπίτι μέ πράσινη στέγη· писатель с большим талантом συγγραφέας μέ μεγάλο ταλέντο·
    4. (быть с чем-л., иметь что-л.) μέ, μετά:
    с цветами в руках μέ λουλούδια στά χέρια·
    5. (против) κατά, ἐναντίον:
    6. (при сравнении) μέ:
    его нельзя сравнить с тобой αὐτόν δέν μπορείς νά τόν συγκρίνεις μ' ἐσένα·
    7. (при обозначении образа действия, цели, сопровождающего действия, состояния) μέ:
    с плачем μέ κλάματα· проснуться с головной болью ξυπνώ μέ πονοκέφαλο· читать с выражением ἀπαγγέλλω μέ ἐκφραση· одеваться со вкусом ντύνομαι μέ γούστο· ждать с нетерпением περιμένω μέ ἀνυπομονησία·
    8. (при обозначении начала действия или состояния):
    выехать с рассветом ἀναχωρώ τά ξημερώματα· с заходом солнца ὀταν δύει ὁ ήλιος, τό ἡλιοβασίλεμα· с отъездом гостей ὀταν ἐφυγαν οἱ ξένοι· поумнеть с возрастом βάζω μυαλό μεγαλώνοντας· с каждым часом ὠρα μέ τήν ὠρα·
    9. (при обозначении в пространстве) μέ:
    граница с Румынией τά σύνορα μέ τή Ρουμανία· сидеть рядом с сестрой κάθομαι δίπλα στήν ἀδερφή μου· с рвением μέ ζήλο· с помощью μέ τή βοήθεια (или τή βοήθεια)· с целью μέ σκοπό· С с вин. п. (приблизительно) περίπου, σχεδόν:
    с месяц назад πριν ἕνα μήνα περίπου· величиной с грецкий орех περίπου σάν καρύδι μεγάλο· <> с ним случилось несчастье ἐπαθε (или τοϋ συνέβη) δυστύχημα· хватит с тебя σοῦ φτάνει τόσό с головы до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· с начала до конца ἀπ' τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· с самого начала ἀπ' τήν ἀρχή· с изнанки ἀπό τήν ἀνάποδη· уйти ни с чем φεύγω ἀπρακτος, φεύγω μέ ἀδεια χέρια· с минуты на минуту ὀπου ναναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή· с этой точки зрения ἀπ' αὐτή τήν ἀποψη· что с вами? τι 'έχετε;, τί πάθατε;

    Русско-новогреческий словарь > с

  • 13 место

    -а, πλθ. места, мест ουδ.
    1. τόπος, μέρος• χώρος•

    рабочее место τόπος της δουλειάς•

    общественное место δημόσιος χώρος•

    место назначения τόπος προσδιορισμού•

    место рождения τόπος γένησης•

    глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•

    прибыть на место φτάνω στο μέρος.

    2. θέση•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    положить на место βάζω στη θέση.

    || θέση υπηρεσιακή•

    быть без -а είμαι χωρίς θέση.

    3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.
    4.πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.
    5. βαθμίδα•

    занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.

    6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.
    εκφρ.
    место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•
    к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•
    не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•
    на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•
    на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•
    на -е кого – στη θέση κάποιου•
    на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•
    поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•
    сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•
    не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•
    с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•
    ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•
    по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•
    - а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > место

  • 14 образец

    -зца α.
    1. υπόδειγμα, δείγμα•

    -ы почвы δείγματα εδάφους (γης, χώματος)•

    -ы новых изделий υποδείγματα (μοντέλα) νέων αντικειμένων.

    2. παράδειγμα, τύπος, πρότυπο (κεντήματος) ξόμπλι (υποδηματοποιών, ραφτών) αχνάρι, πατρόν.
    3. υπόδειγμα, παράδειγμα•

    взять кого за образец παίρνω κάποιον για παράδειγμα•

    стивить кого в образец другим αναφέρω κάποιον σαν παράδειγμα για άλλους•

    образец искусства υπόδειγμα Τέχνης (αριστούργημα)•

    образец квитанции υπόδειγμα απόδειξης•

    служить -ом χρησιμεύω για παράδειγμα.

    || μορφή, σχήμα, παράσταση.

    Большой русско-греческий словарь > образец

  • 15 бок

    бок
    м
    1. (сторона) ἡ πλευρά, τό πλάγιο[ν] μέρος:
    по \бокам (чего́-л.) ἀπό τά δύο μέρη, ἀπό τίς δυό πλευρές; вид с \боку ἡ ἄποψη ἀπ' τά πλάγια, ἡ πλαγία ἀποψη;
    2. (человека, животных) τό πλευρό[ν]:
    у меня колет в \боку́ μέ σουβλίζει τό πλευρό μου; ◊ \бок ὁ \бок πλάϊ-πλάϊ, δίπλα; под \боком πολύ κοντά, δίπλα, κολλητά; намять \бока кому́-л. разг ξυλοκοπώ, σπάζω στό ξύλο; схватиться за \бока (сильно смеяться) ξεκαρδίζομαι; взять кого-л. за \бока разг ὑποχρεώνω (или καταναγκάζω) κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > бок

  • 16 жабры

    жабры
    мн. τά βράγχια, τά σπάραχνα-◊ взять кого́-л. за \жабры разг ἐξαναγκάζω κάποιον, πιάνω κάποιον ἀπ' τό λαιμό.

    Русско-новогреческий словарь > жабры

  • 17 оборот

    оборот
    м
    1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:
    \оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·
    2. эк. ἡ κυκλοφορία:
    денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·
    3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:
    на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·
    4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:
    дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·
    5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:
    \оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > оборот

  • 18 замечание

    ουδ.
    1. παρατήρηση• επιτήρηση• διερεύνηση. || πλθ. σχόλιο, κριτικές παρατηρήσεις•

    -я рецензентов παρατηρήσεις των κριτικών.

    || κατάκριση•

    я вам сделаю одно θα σας κάνω μια παρατήρηση.

    2. είδος τιμωρίας•

    он получил строгое замечание αυτός τιμωρήθηκε,με αυστηρή παρατήρηση.

    3. εποπτεία• παρακολούθηση.
    εκφρ.
    брать (взять) на замечание – παίρνω υπο την επίβλεψη•
    быть на -ии – είμαι υπο παρακολούθηση•
    попасть на замечание – μπαίνω υπο παρακολούθηση•
    быть на хорошем или дурном -ии у кого – χαίρω ή δεν χαίρω καλής ή κακής εκτίμησης από κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > замечание

  • 19 замуж

    επίρ.
    στις εκφράσεις: выйти ή пойти замуж за кого παντρεύομαι,• выдать ή отдать замуж гга-ντρεύω•

    брать (взять) замуж (παλ. κ. απλ.) παντρεύομαι., παίρνω γυναίκα.

    Большой русско-греческий словарь > замуж

  • 20 защита

    θ.
    1. υπεράσπιση, προάσπιση, προστασία, υποστήριξη• προφύλαξη•

    защита мира υπεράσπιση της ειρήνης•

    взять кого под -у παίρνω κάποιον υπο την προστασία•

    интересов η υπεράσπιση των συμφερόντων•

    защита от солнца προφύλαξη από τον ήλιο•

    меры социальной -ы μέτρα κοινωνικής προστασίας•

    искать -ы αναζητω προστασία•

    стоять на -е παίρνω το μέρος, υποστηρίζω•

    защита диссертации υποστήριξη διατριβής•

    без -ы, без прикрытия (στρατ.) απροφύλακτα, απροκάλυπτα.

    2. (στρατ.) άμυνα•

    противотанковая защита αντιαρματική άμυνα.

    5. (νομ.) η υπεράσπιση (οι συνήγοροι).
    4. (αθλτ.) άμυνα (οι παίχτες).

    Большой русско-греческий словарь > защита

См. также в других словарях:

  • взять за бока кого-л — Взять (брать) за бока/ кого л. 1) Настоятельно требовать от кого л. сделать что л.; заставлять. 2) Заставлять отвечать за ошибки, проступки и т.п.; спрашивать с кого л …   Словарь многих выражений

  • взять в шоры кого-л — держать в шо/рах кого л Заставить действовать в определённых рамках, границах; ограничить свободу действий кого л …   Словарь многих выражений

  • ВЗЯТЬ — ВЗЯТЬ, возьму, возьмёшь; взял, а, о; взятый (взят, а, о); совер. 1. см. брать. 2. Употр. в сочетании с союзом «да», «и» или «да и» и другим глаголом при обозначении неожиданного, внезапного действия (разг.). Возьму и скажу. Взял да убежал. В. да… …   Толковый словарь Ожегова

  • Взять на карандаш — кого что взять на заметку кого л., запомнить, установить наблюдение; затаить злобу, обиду на кого л …   Словарь русского арго

  • Взять на шпагу — кого, что. Устар. Захватить, добыть в бою кого либо или что либо. [Федька:] Господин квартирьер, зачем у меня отняли с обоза. Она моя добыча… Я её на шпагу взял. [Екатерина:] Он меня на шпагу взял, он меня защитил (А. Н. Толстой. Пётр Первый) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Взять измором — БРАТЬ ИЗМОРОМ кого. ВЗЯТЬ ИЗМОРОМ кого. Разг. Экспрес. 1. Доводя до полного истощения, изнеможения, овладевать кем либо. Разин знал, что в острожке всего лишь один колодец, в котором только на четверть аршина воды, что там почти нет запасов пищи… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Взять на измор — БРАТЬ ИЗМОРОМ кого. ВЗЯТЬ ИЗМОРОМ кого. Разг. Экспрес. 1. Доводя до полного истощения, изнеможения, овладевать кем либо. Разин знал, что в острожке всего лишь один колодец, в котором только на четверть аршина воды, что там почти нет запасов пищи… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Взять на прицел — БРАТЬ НА ПРИЦЕЛ кого, что. ВЗЯТЬ НА ПРИЦЕЛ кого, что. 1. Прицеливаться в кого либо или что либо. Адмирал Рождественский сигналом приказал навести орудия на «Идзуми». Но тем только и ограничились, что взяли его на прицел (Новиков Прибой. Цусима).… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Взять на пушку — БРАТЬ НА ПУШКУ кого. ВЗЯТЬ НА ПУШКУ кого. Прост. 1. Действуя обманным путём, прибегая к различным уловкам, ухищрениям, добиваться от кого либо чего либо. [Степан:] А вы думаете, у них действительно кончился бензин? Они просто хотели взять нас на… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Взять на испуг — БРАТЬ НА ИСПУГ кого. ВЗЯТЬ НА ИСПУГ кого. Прост. Пытаться смутить, запугать кого либо в корыстных целях. А что вам сыграть? Полонез Огинского можешь? громко, с нажимом спросил он, беря хозяйку на испуг, как любили говорить мальчишки в их деревне …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Взять слово — БРАТЬ СЛОВО. ВЗЯТЬ СЛОВО. По своей инициативе выступать на собрании, митинге. Потом взяла слово Ольга Николаевна и сказала, что для того, чтобы успешно учиться, надо правильно распределять свой рабочий день (Н. Носов. Витя Малеев в школе и дома) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»