-
1 вздёрнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -тый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.1. τραβώ, τεντώνω προς τα πάνω, ανατείνω, ανασηκώνω, υψώνω•-ли флаг ύψωσαν τη σημαία•
он высоко -ул голову αυτός ψηλά σήκωσε το κεφάλι.
2. (απλ.) απαγχονίζω, κρεμώ.εκφρ.вздёрнуть нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη (το παίρνω,επάνω μου, περηφανεύομαι)•вздёрнуть плечами – σηκώνω τους ώμους (διστάζω, αμφιβάλλω).ανασηκώνομαι, «νυψώνομαι, ανατείνομαι.
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русский- С греческого на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Башкирский
- Греческий
- Татарский
- Украинский