Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

быть+(чему)

  • 1 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 2 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 3 подходить

    1. (приближаться к кому-, чему-л.) πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω 2. (оказываться в непосредственной близости с кем-, чем-л.) πλησιάζω, κοντεύω, φτάνω 3. (делая что-л., получать возможность приступать к чему-л. другому) πλησιάζω, φτάνω, προσεγγίζω 4. (быть годным, удобным, приемлемым для чего-л., соответствующим чему-л.) ταιριάζω, πηγαίνω, είμαι κατάλληλος 5. (ο тесте) φουσκώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подходить

  • 4 принадлежать

    1. (быть чьим-л. достоянием) ανήκω 2. (быть свойственным, присущим кому-, чему-л.) αφορώ, ανήκω 3. (входить в состав кого-, чего-л., быть частью чего-л.) μπαίνω, ανήκω, είμαι κτήμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принадлежать

  • 5 причастный

    причастн||ый I
    прил (к чему-л.):
    быть \причастныйым к чему́-л. συμμετέχω, εἶμαι συμμέτοχος· \причастный к преступлению ὁ συμμέτοχος στό ἐγκλημα, ὁ συνεργός κακουργήματος.
    причастный II
    прил грам. μετοχικός:
    \причастный оборот ἡ μετοχική ἔκφραση.

    Русско-новогреческий словарь > причастный

  • 6 путь

    α.
    1. δρόμος, οδός•

    прямой путь ίσιος δρόμος•

    широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•

    санный путь ελκηθόδρομος•

    заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•

    воздушный путь αεροπορική γραμμή.

    2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•

    каким -м? με τι τρόπο;•

    любым -м με κάθε τρόπο.

    3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•

    дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.

    4. ταξίδι•

    направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.

    5. δρομολόγιο•

    путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•

    держать путь τηρώ την κατεύθυνση.

    || μέσον•

    путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.

    6. όφελος, κέρδος•

    коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.

    εκφρ.
    жизненный путь – η πορεία της ζωής•
    окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•
    путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•
    - и сообщения – η συγκοινωνία•
    без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•
    на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•
    по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•
    не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•
    забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•
    быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•
    вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•
    стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•
    стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•
    стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > путь

  • 7 спина

    -ы, αιτ. спину, πλθ. спины θ. Η ράχη του σώματος, τα νώτα, η πλάτη•

    согнуть спинау λυγίζω τη ράχη•

    взвалить ношу в -у ρίχνω το φορτίο στη ράχη.

    εκφρ.
    за -ой остаться – μένω πίσω (υστερώ)•
    за -ой у кого делать – κάνω κάτι πίσω•
    сото – τις πλάτες κάποιου (κρυφά από κάποιον)•
    не разгибая спинаы работать – εργάζομαι χωρίς να σηκώσω κεφάλι•
    на собственной -е испытывать – δοκιμάζω στην καμπούρα μου, στο τομάρι μου•
    повернуть спинау к кому-чему ή повернуться -ой к кому-чему – γυρίζω τις πλάτες (τα νώτα) σε κάποιον, σε κάτι• δε δίνω προσοχή, σημασία•
    прятаться за чью -у – αποφεύγω προφασιζόμενος•
    жить (сидеть, быть) за чьей -ой – έχω τη βοήθεια ή προστασία κάποιου•
    выезжать ή ездить на чьей -е – χρησιμοποιώ κάποιον για επιτυχία του σκοπού μου•
    нож в -у кому – πισόπλατο χτύπημα σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > спина

  • 8 неравнодушный

    неравноду́шн||ый
    прил μή ἀδιάφορος:
    быть \неравнодушныйым к кому́-л. разг μοῦ πονάει τό δόντι γιά κάποιον быть \неравнодушныйым к чему́-л. μέ τραβάει κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > неравнодушный

  • 9 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 10 начало

    нача́л||о
    с
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:
    \начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·
    2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:
    организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·
    3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:
    \началоа химии βάσεις τής χημείας·
    4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:
    на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη.

    Русско-новогреческий словарь > начало

  • 11 расположить

    расположить
    сов см. располагать II-не быть расположенным к чему́-л. δέν ἔχω διάθεση γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > расположить

  • 12 следовать

    след||овать
    несов
    1. (идти следом) ἀκολουθώ, ἔπομαν
    2. (наступать, происходить после кого-л., чего-л.) διαδέχομαι, ἔρχομαι κατόπιν, ἐπακολουθώ:
    события \следоватьовали одно за другим τά γεγονότα διαδέχονταν τό ἕνα τό ἀλλο·
    3. (поступать согласно чему-л.) ἀκολουθώ:
    \следовать велениям долга ὑπείκω στά κελεύσματα τοῦ καθήκοντος μου· \следовать обычаям τηρώ τά Εθιμα· \следовать примеру ἀκολουθώ τό παράδειγμα·
    4. (отправляться, ехать) κατευθύνομαι, μεταβαίνω:
    поезд \следоватьует в Афины τό τραίνο κατευθύνεται στήν 'Αθήνα·
    6. (быть следствием, вытекать из чего-л.) βγαίνω, προκύπτω, ἔπομαι, συνεπάγομαι:
    отсюда \следоватьует вывод, (что...) ἀπό δῶ βγαίνει τό συμπέρασμα (ὅτι...), ἐξ αὐτοῦ προκύπτει (δτι...)· что из этого \следоватьует? τί οὐμπέρασμα βγαίνει;, κι ἔπειτα;·
    6. безл (нужно, должно):
    \следоватьует πρέπει, δέον Работу \следоватьует закончить τἡν δουλειά πρέπει νά τήν τελειώσεις· тебе не \следоватьует Зтого делать δέν πρέπει νά τό κάνεις αὐτό· этого \следоватьовало ожидать (έπρεπε αὐτό νά τό περιμένουμε·
    7. безл (причитаться):
    с него \следоватьует еще пятьсот драхм (αὐτός) πρέπει νά πληρώσει ἀκόμη πεντακόσιες δραχμές· сколько с меня \следоватьует? πόσα χρ(ε)ωστῶ;, πόσα ὁφείλω νά πληρώσω;· ◊ как \следоватьует ὅπως πρέπει, ὅπως ταιριάζει, δεόντως· отругать как \следоватьует τοῦ τά ψέλνω ὅπως πρέπει.

    Русско-новогреческий словарь > следовать

  • 13 служить

    служ||и́ть
    несов
    1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:
    \служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·
    2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):
    \служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·
    3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:
    \служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·
    4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:
    эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·
    5. (выполнять свое назначение):
    пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·
    6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·
    7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος;

    Русско-новогреческий словарь > служить

  • 14 страсть

    страсть I ж \. (κ чему-л.) τό πάθος, ἡ μανία:
    \страсть к теа́тру τό πάθος γιά τό θέατρο·
    2. (любовь) τό ἐρωτικό πάθος, τό πάθος:
    быть охва́ченным \страстью μέ κυριεύει τό πάθος.
    страст||ь II
    нареч (очень) разг:
    мне \страсть как хочется (мне до \страстьи хочется) пойти в теа́тр ἐπιθυμώ φοβερά νά παύω στό веатро· народу на у́лицах \страсть στους δρόμους εἶναι κόσμος πήχτρα

    Русско-новогреческий словарь > страсть

  • 15 счет

    счет
    м
    1. ὁ λογαριασμός, ὁ ὑπολογισμός:
    вести́ \счет чему́-л. κρατώ λογαρια-σμό[ν]·
    2. бухг. ὁ λογαριασμός:
    лицевой \счет ὁ ὁνομαστικός ' λογαριασμός· те-ку́щий \счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός· открыть \счет ἀνοίγω λογαριασμό·
    3. (за товар, за работу) ὁ λογαριασμός, ἡ φατούρα:
    плати́ть по \счету ἐξοφλβ λογαριασμό·
    4. муз. ὁ χρόνος, ὁ ρυθμός·
    5. спорт. τό σκορ, τό ἀποτέλεσμα:
    со \счетом 2:0 μέ σκορ δύο μηδέν ◊ за \счет μέ ἔξοδα, σέ βάρος· за свой \счет μέ δικά μου ἔξοδα· на че́й-л, \счет (относительно кого-л.) γιά λογαριασμόν κάποιου· э́то не в \счет αὐτό δέν λογαριάζεται· в два \счета разг στ6 ἄψε\счетσβήσε· без \счета ἀπειράριθμοι, ἀναρίθμητοι· в конечном \счете σέ τελευταία ἀνάλυση, στό κάτω κάτω· сводить \счеты κανονίζω τους λογαριασμούς μου, λογαριάζομαι· жить на чужой \счет ζῶ σέ βάρος ἄλλων быть на хорошем счету́ μέ ἐκτιμοῦν, ἀπολαύω ὑπολήψεως.

    Русско-новогреческий словарь > счет

  • 16 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

См. также в других словарях:

  • БЫТЬ — БЫТЬ, наст. вр. нет, кроме 3 л. ед. есть и устар. 3 л. мн. суть в некоторых знач. (см. эти слова), д.н.в. будучи, прош. вр. был, была, было (с отриц. не был, не была, не было), буд. вр. буду, будешь, повел. будь, несовер. 1. Связка между… …   Толковый словарь Ушакова

  • быть — наст. нет (кроме 3 л. ед. ч. есть и устар. 3 л. мн. ч. суть); буд. буду, будешь; прош. был, ла, было (с отрицанием: не был, не была, не было, не были); повел. будь; прич. прош. бывший; деепр. будучи; несов. I. Как самостоятельный глагол означает …   Малый академический словарь

  • быть —   Бывало, что случалось.     Бывает, моего счастливее везет. рибоедов. Бывало, что извержения вулканов засыпали целые города.   Быть чему неминуемо случиться.     Быть беде!   Так и быть (разг.) пожалуй, пусть будет так.     Но так и быть! Судьбу …   Фразеологический словарь русского языка

  • Чему быть, того не миновать — Чему быть, того не миновать. Ср. Видно судьбѣ угодно было заставить меня испытать муки... Не даромъ я противился... Старался противиться; да знать, чему быть, того не миновать. Тургеневъ. Дымъ. 16. Ср. Философъ Хома Брутъ (въ семинаріи)... часто… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • чему быть, того не миновать — прил., кол во синонимов: 7 • не миновать (4) • не уйти (4) • неизбежный (38) • …   Словарь синонимов

  • чему быть, тому не миновать — прил., кол во синонимов: 6 • не миновать (4) • не уйти (4) • неизбежный (38) • …   Словарь синонимов

  • быть темой — ▲ быть объектом (чего) ↑ отображение, (быть) в, сочинение тема обсуждаемый аспект; предмет языкового отображения; основное содержание информации; предмет речи (эта # не обсуждалась; на эту тему написано много книг). мотив. посвящаться… …   Идеографический словарь русского языка

  • быть — наст. вр. нет (кроме 3 л. ед.: есть; книжн., 3 л. мн.: суть); будь, будьте; был, была, было (с отриц.: не был, не была, не было, не были); буду, будешь; бывший; будучи; нсв. 1. Существовать. Думаю, инопланетяне есть. Здесь когда то была Троя. * В …   Энциклопедический словарь

  • быть — Существовать, составлять, являться, фигурировать, присутствовать, находиться, лежать, красоваться, водиться, иметься, иметь место, обретаться, гнездиться, крыться, оставаться, продолжаться, пребывать, скрываться, попадаться, таиться, заключаться …   Словарь синонимов

  • БЫТЬ — БЫТЬ, наст. вр. нет (кроме 3 е лицо ед. есть и устар. и книжн. 3 е лицо мн. суть); был, была, было (не был, не была, не было, не были); буду, будешь; будь; бывший; будучи; несовер. 1. Жить, существовать. Вопрос: быть или не быть? Были люди в наше …   Толковый словарь Ожегова

  • Быть Флинном — Being Flynn …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»