-
1 буря
буряж ἡ θύελλα, ἡ καταιγίδα [-ίς]/ ἡ φουρτούνα, ἡ τρικυμία (на море)/ ὁ χιονοστρόβιλος (снежная):\буря аплодисментов θύελλα χειροκροτημάτων магнитная \буря физ. ἡ μαγνητική θύελλα, ὁ μαγνητικός κλύδων. -
2 буря
-
3 буря
-и θ.1. θύελλα, καταιγίδα, μπόρα•-утихла η θύελλα κόπασε.
2. μτφ. δυνατή ψυχική ταραχή, μπουρίνι.εκφρ.буря в стакане воды – μεγάλη ψυχική ταραχή ή συζήτηση για το τίποτε. -
4 буря
η θύελλα, η καταιγίδα, η μπόρα, (на море) η τρικυμίαмагнитная физ. - μαγνητική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буря
-
5 буря
[μπούργια] ουσ. θ. θύελλα -
6 буря
[μπούργια] ουσ θ θύελλα -
7 застичь
κ. застигнуть -игну, -игнешь; застиг, -ла, -ло, προστκ. застигни, παθ. μτχ. τταρλθ. χρ. застигнутый, βρ: -нут, -а, -о;ρ.σ.μ. πιάνω, συλλαμβάνω επ’ αυτοφόρω, τη στιγμή της διάπραξης•застичь на месте преступления συλλαμβάνω πάνω στο έγκλημα•
застичь врасплох ξαφνιάζω, αιφνιδιάζω•
нас -гла буря ξαφνικά μας έπιασε θύελλα.
-
8 злой
επ., βρ: зол, зла, зло; злейший.1. κακός•злой человек κακός άνθρωπος•
-е начало κακή αρχή•
злой дух το κακό πνεύμα•
злой умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση•
быть злым на кого-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον•
злэ.я судьба κακή τύχη•
злой недуг κακιά άρρωστεια•
злое дело κακή πράξη.
2. όλος κακία.3. οργισμένος, αγριεμένος.4. καυτερός, οξύς•-я горчица καυτερό σινάπι•
злой перец καυτερό πιπέρι•
злой табак βαρύς καπνός.
|| μτφ. δηκτικός•злой фельетон δηκτική επιφυλλίδα•
-я карикатура δηκτική γελοιογραφία•
злой язык δηκτική (φαρμακερή) γλώσσα.
5. δυνατός, γερός•злой мороз δυνατό κρύο•
-я буря δυνατή θύελλα.
|| μανιώδης•злой рыбак μανιώδης ψαράς.
εκφρ.- ые языки – οι κακές γλώσσες, τα κακά στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.). -
9 играть
ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.1. παίζω (για διασκέδαση)•играть в куклы παίζω τις κούκλες•
играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•
играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.
|| (για διάφορα παιγνίδια)•играть в шахматы παίζω σκάκι•
играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•
играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.
2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•буря -ет μαίνεται η θύελλα.
3. αφρίζω, βράζω•вино -ет το κρασί αφρίζει.
4. λάμπω, λαμπυρίζω•солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•
-ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•
бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•
румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.
|| κινούμαι, πάλλομαι•моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.
|| προσποιούμαι, κάνω•играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.
5. εκτελώ•на скрипке παίζω βιολί•
-ет музыка παίζει η μουσική.
|| μτφ. επιδρώ•играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.
|| (διάφορες σημασίες)•играть в деньги παίζω με χρήματα•
играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•
играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•
в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•
в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•
улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.
εκφρ.играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•играть срадьбу – παλ. κάνω γάμο•играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•судьба -ет людми – παλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.1. παίζω.2. επιθυμώ• έχω διάθεση. -
10 корёжить
-жу, -жишь ρ.δ. μ. (απλ.)1. ξεριζώνω, σπάζω•буря -ла деревья η θύελλα ξερίζωσε τα δέντρα.
(απρόσ.) σκεβρώνω•фанеру -ит от сырости το κόντρα-πλακέ σκεβρώνει από την υγρασία.
2. βαρυαλγώ• σφαδάζω• σπαράζω, κατατρύχομαι από τους πόνους•его -ит от боли αυτός κατατρύχεται από τους πόνους•
ревматизм -ит его αυτός πονά φοβερά από τους ρευματισμούς.
σκεβρώνω, στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
11 магнитный
επ.μαγνητικός•-ая сила μαγνητική δύναμη•
-ые тела μαγνητικά σώματα.
εκφρ.- ая аномалия – μαγνητική απόκλιση•-ая буря; -ое возмущение – (φυσ.) μαγνητική θύελλα•магнитный железняк – βλ. магнетит. магнитный меридиан μαγνητικός μεσημβρινός•- ое наклонение – (φυσ.) μαγνητική απόκλιση/ -ое поле μαγνητικό πεδίο•магнитный полюс – μαγνητικός πόλος•- ая стрелка – μαγνητική βελόνη•магнитный экватор – μαγνητικός ισημερινός. -
12 настичь
κ. настигнуть-тигну, -тигнешь, παρλθ. χρ. настиг-ла, -ло, προστκ. настигни, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настигнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. φτάνω, προφταίνωκυ-νηγώντας, τρέχοντας•настичь беглецов φτάνω τους -δραπέτες.
2. βρίσκω, πετυχαίνω• πιάνω•предателей -ла злая кара οι προδότες τιμωρήθηκαν, αυστηρότατα•
нас -ла буря μας έπιασε μπόρα (θύελλα).
-
13 повергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. поверг κ. παλ. повергнул-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. повргший κ. поврщувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. поверженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. παλ. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω γκρεμίζω•повергнуть наземь ρίχνω καταγής•
буря -ла дуб η θύελλα έρριξε καταγής τη βαλανιδιά•
болезнь -ла его на пс-стль (μτφ.) η αρρώστεια τον έρριξεστο κρεβάτι.
|| μτφ. νικώ, συντρίβω.2. οδηγώ, φέρω (σε κατάσταση)•эта весть -ла его в отчаяние αυτή η είδηση τον έφερε σε απελπισία.
εκφρ.повергнуть к стопам кого – (για υψηλή προσωπικότητα) υποβάλλω (παρακαλώ) ταπεινά.1. παλ. πέφτω (ρίχνομαι) στα πόδια, προσκυνώ, ικετεύω γονυπετώς.2. φέρομαι, οδηγούμαι, περιέρχομαι•повергнуть в отчаяние περιέρχομαι σε απελπισία.
-
14 разыграть
ρ.σ.μ.1. παίζω (μουσικό ή θεατρικό έργο).2. παίζω, κάνω συνδυασμούς•разыграть хорошо мяч παίζω καλά μπάλλα ή το τόπι•
хорошо разыграть партию в шахматы παίζω καλά την παρτίδα στο σκάκι•
разыграть в лотарею παίζω στη λοταρία, στο λαχείο•
разыграть в жребию παίζω στα ζάρια.
3. παρασταίνω, προσποιούμαι τον...4. διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω.5. βλ. одурачить. || разыграть дурака την παθαίνω σα βλάκας.1. παίζω•дети -лись, спать не хотят τα παιδιά έπαιξαν, να κοιμηθούν δε θέλουν.
|| προεξασκούμαι, προγυμνάζομαι, προπονούμαι• προπαρασκευάζομαι.2. υπερεκτείνομαι• σφοδρύνομαι• γιγαντώνομαι.3. ξεσπώ• διεξάγομαι, γίνομαι•-лся скандал ξέσπασε καβγάς•
разыграть бой έγινε μάχη•
буря -лась θύελλ.α ξέσπασε.
-
15 рвать
рвать 1рву, рвёшь, παρλθ. χρ. рвал-ла, рвалоρ.δ.μ.1. τραβώ δυνατά, απότομα•не рви из рук μη τραβάς από τα χέρια.
|| βγάζω, παρασύρω• αποσπώ•буря с корнем рвёт деревья η θύελλα ξεριζώνει τα δέντρα•
рвать гвозди βγάζω τα καρφιά.
|| κόβω• μαζεύω•рвать цветы κόβω λουλούδια•
рвать ветки κόβω κλαδιά.
2. (ξε)σχιζω, κάνω κομμάτια•рвать письмо ξεσχίζω το γράμμα•
собаки его -ли τα σκυλιά τον ξέσχιζαν.
3. μτφ. διακόπτω•рвать отношения κόβω σχέσεις.
4. ανατινάζω• σπάζω•здесь в прошлом году -ли камни εδώ πέρυσι έσπαζαν πέτρες με φουρνέλα.
5. πονώ, μου πονά δυνατά, με σφάζει(οπόνος).6. (απλ.) βλ. рвануть (4 σημ.).εκφρ.рвать горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κ.τ.τ.)• рвать зубы βγάζω τα δόντια (τραβώντας)•рвать и метать – είμαι φουρκισμένος, εξαγριωμένος, εξοργιμένος.1. με τραβά απότομα.2. ξεσχίζομαι, γίνομαι κομμάτια.3. κόβομαι•телефонная линия ежедневно -лась η τηλεφωνική γραμμή κάθε μέρα κόβονταν.
4. μτφ. διακόπτομαι•отношения -лись οι σχέσεις διακόπτονταν.
5. σκάζω•рядом -лись снаряды δίπλα έσκαζαν οβίδες.
6. επιζητώ να ορμήσω, να ριχτώπροσπαθώ πολύ, κόβομαι•рвать в бой θέλω πολύνα ριχτώ στη μάχη•
ребёнок -лся к матери το παιδάκι κόβονταν για να πάει στη μάνα.
|| μτφ. τείνω, έχω τάση για κάτι.рвать 2рвёт, παρλθ. χρ. рвало ρ.σ.(απρόσ.) κάνω εμετό, (εξ)εμώ. -
16 свирепствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.1. κάνω θηριωδίες.2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•буря -ствует η θύελλα λυσσομανά.
-
17 стать
стать 1стану, станешь ρ.σ.1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•стать у стены στέκομαι στον τοίχο•
стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•
стать в очередь στέκομαι στη σειρά•
стать на пост στέκομαι στο πόστο.
|| σηκώνομαι, εγείρομαι•стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•
стать на колени στέκομαι στα γόνατα.
2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•стать легерем στρατοπεδεύω•
стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.
|| καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.
|| ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.
|| παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•стал ветер σηκώθηκε άνεμος•
стала буря σηκώθηκε θύελλα•
-ли волны σηκώθηκαν κύματα.
|| (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•-ла ночь νύχτωσε•
скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.
5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.
|| παύω•часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•
мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•
стать работу σταματώ τη δουλειά.
|| (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).6. (απλ.) στοιχίζω.εκφρ.стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•стать на квартиру к кому – βλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•стать на путь – βλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•стать у власти – παίρνω την εξουσία.стать 2стану, станешь ρ.σ.1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•я стал писать άρχισα να γράφω•
он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.
2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•я не стану слушать δε θαυπακούω.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.
5. παλ. αρκώ, φτάνω•табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.
εκφρ.стало быть – κ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•- ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).стать 3-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,εκφρ.под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα. -
18 стихнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. стих, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. стихший κ. стихнувшийρ.σ.ησυχάζω, καλμάρω, σιγώ, παύω, σταματώ•песня -ла το τραγούδι έπαψε•
крики -ли οι κραυγές σταμάτησαν•
птицы -ли τα πουλιά σίγασαν•
пулемт стих το πολυβόλο σίγασε•
ветер стих ο άνεμος καταλάγιασε•
буря -ла η θύελλα κόπασε (κάλμαρε)•
кашел стих ο βήχας ησύχασε (μαλάκωσε).
См. также в других словарях:
буря́т — бурят, а; р. мн. ят … Русское словесное ударение
буря — сильный разрушительный ветер, ветер с грозой (1): Не буря соколы занесе чресъ поля широкая галици стады бѣжать къ Дону Великому... 6 7. И снидѣ буря вѣтряна въ езеро. Остр. ев., 244 (1056 1057 гг.). 1125: Въ то же лѣто бяше буря велика съ громомь … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
БУРЯ — БУРЯ, бури, жен. 1. Ненастье, сопровождаемое ветром, достигающим разрушительной силы, часто с дождем или снегом. Поднялась буря. Бурей повалило деревья. Буря утихла. Пронеслась буря. 2. перен. Очень сильное душевное волнение (книжн.). В душе была … Толковый словарь Ушакова
буря — утихла • действие, субъект, прерывание вызвать бурю • действие, каузация вызвать целую бурю • действие, каузация грянула буря • действие, субъект, начало поднялась буря • действие, субъект, начало поднялась сильная буря • действие, субъект,… … Глагольной сочетаемости непредметных имён
буря — См. взрыв... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. буря ветер, взрыв, ураган; шторм, буран, пурга, циклон, смерч, ветроворот, радиобуря, ненастье, штормяга, трус, тайфун … Словарь синонимов
БУРЯ — (Tempest) ветер, скорость (сила) которого настолько велика, что он причиняет разрушения и, в частности, представляет опасность для судоходства, как непосредственно, так и вследствие вызываемого им волнения; в отличие от шквала (см.) продолжается… … Морской словарь
БУРЯ — БУРЯ, и, жен. 1. Ненастье с сильным разрушительным ветром. Песчаная б. Пыльная б. Душевная, сердечная б. (перен.: о тяжёлых переживаниях, глубоких волнениях). Б. в стакане воды (ирон.: волнение, ссора по пустякам). 2. перен., чего. О сильном,… … Толковый словарь Ожегова
БУРЯ — жен. на материке, сильный ветер с грозой и дождем; на море, иногда один только жестокий и продолжительный ветер, при сильном волнении. Бурнеть, о времени, погоде, становиться бурным, разыгрываться буре. Бурный, о времени и местности, богатый… … Толковый словарь Даля
буря — безнадежная (Козлов); беспощадная (Коринфский); дикая (Бальмонт, Сергеев Ценский, Хомяков, Цензор); жестокая (Лермонтов); злая (Хомяков); золотая (Майков); кипучая (Фруг); кипящая (К.Р.); косматая (Тан); кричащая (Бальмонт); мятежная (Немир.… … Словарь эпитетов
буря — БУРЯ, ураган, циклон, шторм, разг. штормяга БУРЕВОЙ, бурный, ураганный, циклональный, циклонический, циклонный, штормовой … Словарь-тезаурус синонимов русской речи
БУРЯ — см. Шторм … Большой Энциклопедический словарь