1 ρυμουλκώ
ρυμουλκούμαι — быть на поводу (у кого-л.);
ρυμουλκείται υπό της συζύγου του — он на поводу у своей жены
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ρυμουλκώ