-
1 повергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. поверг κ. παλ. повергнул-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. повргший κ. поврщувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. поверженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. παλ. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω γκρεμίζω•повергнуть наземь ρίχνω καταγής•
буря -ла дуб η θύελλα έρριξε καταγής τη βαλανιδιά•
болезнь -ла его на пс-стль (μτφ.) η αρρώστεια τον έρριξεστο κρεβάτι.
|| μτφ. νικώ, συντρίβω.2. οδηγώ, φέρω (σε κατάσταση)•эта весть -ла его в отчаяние αυτή η είδηση τον έφερε σε απελπισία.
εκφρ.повергнуть к стопам кого – (για υψηλή προσωπικότητα) υποβάλλω (παρακαλώ) ταπεινά.1. παλ. πέφτω (ρίχνομαι) στα πόδια, προσκυνώ, ικετεύω γονυπετώς.2. φέρομαι, οδηγούμαι, περιέρχομαι•повергнуть в отчаяние περιέρχομαι σε απελπισία.