Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

боевой+es

  • 1 боевой

    боевой 1) μαχητικός, πολε μικός 2) (смелый ) τολμηρός
    * * *
    1) μαχητικός, πολεμικός
    2) ( смелый) τολμηρός

    Русско-греческий словарь > боевой

  • 2 боевой

    επ.
    1. μαχητικός, πολεμικός, στρατιωτικός•

    -ая готовность στρατιωτική ετοιμότητα•

    -ое задание στρατιωτική αποστολή•

    -опыт η πολεμική πείρα•

    -ая тревога πολεμικός συναγερμός•

    боевой порядок войск η μαχητική διάταξη των στρατευμάτων•

    -ая подготовка войск στρατιωτική (μαχητική) προετοιμασία των στρατευμάτων•

    -ая единица μονάδα μάχης(η ομάδα)•

    боевой конь μαχητικό άλογο•

    боевой патрон το φυσίγγι•

    -ые припасы τα πολεμοφόδια•

    -ая задача αποστολή μάχης•

    -ая заслуга πολεμική εξαιρετική υπηρεσία•

    боевой товарищ συμμαχητής, συμπολεμιστής•

    -ая мощь στρατιωτική ισχύς•

    -ые действия πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. πολεμικός, φιλοπόλεμος, αρειμάνιος•

    боевой дух πολεμικό πνεύμα.

    3. αγωνιστικός.

    Большой русско-греческий словарь > боевой

  • 3 боевой

    боев||о́й
    прил
    1. πολεμικός, μαχητικός:
    \боевойые деи́ствия οἱ ἐχθροπραξίες, οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις; \боевойа́я подготовка ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση; \боевойа́я задача ὁ πολεμικός σκοπός, ἡ πολεμική ἀποστολή; \боевойое снаряжение ἡ ἐξάρτηση, ὁ ὁπλισμός; \боевой порядок ἡ παράταξη μάχης; \боевойые заслуги οἱ πολεμικές ὑπηρεσίες; \боевойые отли́чия τά πολεμικά παράσημα; \боевойая тревога ὁ συναγερμός; \боевойое крещение τό βάπτισμα τοῦ πυρός; \боевой товарищ ὁ συμπολεμιστής, ὁ συμμαχητής; быть в \боевой готовности εἶμαι ἐτοιμοπόλεμος;
    2. перен μαχητικός, πολεμικός / φιλοπόλεμος (воинственный):
    \боевой дух τό μαχητικό πνεΰμα.

    Русско-новогреческий словарь > боевой

  • 4 боевой

    [μπαιβόϊ] εκ. πολεμικός

    Русско-греческий новый словарь > боевой

  • 5 боевой

    [μπαιβόϊ] επ πολεμικός

    Русско-эллинский словарь > боевой

  • 6 дружиниик

    дружи́н||иик
    м
    1. ист. ὁ ντρουζίνικος (σωματοφύλακας)·
    2. (член боевой дружины) μέλος ἀποσπάσματος.

    Русско-новогреческий словарь > дружиниик

  • 7 дух

    дух
    м
    1. филос. τό πνεύμα·
    2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:
    в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·
    3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:
    боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·
    4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:
    переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·
    5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:
    тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·
    6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:
    добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > дух

  • 8 клич

    клич
    м ἡ κραυγή, ἡ ίαχή, ἡ Εκκληση [-ις]:
    боевой \клич ἡ πολεμική κραυγή.

    Русско-новогреческий словарь > клич

  • 9 патрон

    патрон I
    м ὁ πάτρων [-ωνας], ὁ προστάτης (покровитель)/ ὁ προϊστάμενος, τό ἀφεντικό (хозяин предприятия).
    патрон II
    м
    1. воен. τό φυσίγγι[ον]:
    боевой (холостой) \патрон τό ἐνσφαιρο (άσφαιρο) φυσίγγι·
    2. тех. ὁ τρυπανοῦχος·
    3. 9Λ. ἡ ντούγια·
    4. (выкройка) τό ©χνάρι.

    Русско-новогреческий словарь > патрон

  • 10 подвиг

    подвиг
    м τό ἀνδραγάθημα, τό κατόρθωμα, ὁ ἄθλος:
    боевой \подвиг τό πολεμικό ἀνδραγάθημα· трудовой \подвиг ὁ ἄθλος δουλείας· совершить \подвиг κάνω κατόρθωμα

    Русско-новогреческий словарь > подвиг

  • 11 порядок

    поря́д||ок
    м
    1. ἡ τάξη [-ις]:
    образцовый \порядок ἡ παραδειγματική τάξις· нарушитель \порядокка ὁ παραβάτης, ὁ ταραξίας, ὁ ταραχοποιός· приводить в \порядок τακτοποιώ! βάζω σέ τάξη· приводить себя в -. σιάχνομαι, σιγυρίζομαι· призывать к \порядокку ἀνακαλώ είς τήν τάξιν
    2. (последователь, ность) ἡ σειρά, ἡ συνέχεια:
    алфави́тный \порядок ἡ ἀλφαβητική σειρά· по \порядокку κατα σειράν, μέ τή σειρά, διαδοχικά, διαδοχν κῶς·
    3. (способ) ὁ κανονισμός:
    \порядок выборов ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών в \порядокщ контроля σάν ϊλεγχο· в \порядокке обсуждения ὡς θέμα προς συζήτησιν в спешном \порядокке γρήγορα, βιαστικά·
    4. (строй, си, стема) ἡ τάξις, ὁ σχηματισμός, ἡ δια-τάξις:
    при старом \порядокке στό παλαιό[ν] καθεστώς·
    5. (обычай) οἱ συνήθειες, τό ἔθιμα (τά ήθη καί ἔθιμα)· ◊ боевой \порядок ὁ σχηματισμός μάχης· \порядок дия ἡ ἡμερησία διάταξις' все в \порядокке ὅλα εἶναι ἐν τάξει, ὅλα πανε καλά· тут что-то не ι \порядокке κάπου κουτσαίνει ἡ ὑπόθεση· д£лс идет своим \порядокком ἡ ὑπόθεσις (ή δουλειά) ἀκολουθεῖ τόν δρόμο της· это дело совершенно ино́го \порядокка αὐτή ἡ ὑπόθεσι εἶναι ἐντελώς διαφορετική· в \порядокке вещей συνειθισμένο πρᾶγμα

    Русско-новогреческий словарь > порядок

  • 12 приказ

    приказ
    м
    1. ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή, τό πρόσταγμα, ἡ προσταγή:
    по \приказу κατά διαταγήν, κατ' ἐντολήν выполнять боевой \приказ ἐκτελώ στρατιωτική διαταγή· отдавать \приказ δίνω διαταγή·
    2. ист. ἡ ὑπηρεσία (εσωτερικών, ἐξωτερικών, οίκονομικών ὑποθέσεων κ.λ.π.) στή Ρωσία τό 16-18 αἰώνα

    Русско-новогреческий словарь > приказ

  • 13 пыл

    пыл
    м ἡ ζέση [-ις], ἡ φλόγα, ἡ ὁρμή:
    боевой \пыл ἡ μαχητική φλόγα· в \пылу́ гнева στήν ἔξαψη τοῦ θυμοῦ· охладить чеи-л, \пыл μετριάζω τό ζήλο.

    Русско-новогреческий словарь > пыл

  • 14 разворачивать

    разворачивать
    несов
    1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω/ ἀνοίγω (раскрывать):
    \разворачивать ковер ξετυλίγω τό χαλί· \разворачивать знамя ξεδιπλώνω τή σημαία· \разворачивать пакет ἀνοίγω τό δέμα-·
    2. перен ἀναπτύσσω, ἐξελίσσω:
    \разворачивать социалистическое соревнование ἀναπτύσσω τήν σοσιαλιστική ἀμιλλα·
    3. воен. (в боевой порядок) ἀναπτύσσω, παρατάσσω:
    \разворачивать колонну παρατάσσω τήν φάλαγγα· \разворачивать войска ἀναπτύσσω στρατεύματα·
    4. (машину и т. ἡ.) σπάζω, χαλ(ν)ῶ, ἀνακατεύω.

    Русско-новогреческий словарь > разворачивать

  • 15 строй

    стро||й
    м
    1. τό καθεστώς, τό σύστημα:
    государственный \строй τό πολίτευμα, τό καθεστώς· социалистический \строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный \строй τό κοινωνικό καθεστώς· колхозный \строй τό σύστημα τών κολχόζ· 2.:
    грамматический \строй языка ἡ γραμματική διάρθρωση τής γλώσσας·
    3. воен. ἡ παράταξη [-ις], ἡ σύν-ταξη [-ις]:
    сомкнутый \строй ή, πυκνή παράταξη· боевой \строй ἡ παράταξη μάχης· ◊ вступать в \строй (о предприятии) ἀρχίζω νά λειτουργώ· вводить в \строй ἀρχίζω νά χρησιμοποιώ· выводить из\стройя θέτω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύω· выйти из \стройи βγαίνω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > строй

  • 16 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 17 листок

    -тка α.
    1. φύλλο, φυλλαράκι-• дубовый листок δρύινο φύλλο. || αντικείμενο φυλλοειδες•

    вырвать листок из тетради κόβω φύλλο από το τετράδιο.

    2. κάρτα, δελτάριο.
    3. βλ. листовка.
    εκφρ.
    боевой листок – μικρή και έκτακτη εφημερίδα τοίχου•
    листок нетрудоспособности – πιστοποιητικό νοσοκομείου για ανικανότητα εργασίας•
    больничный листок – πιστοποιητικό νοσηλείας.

    Большой русско-греческий словарь > листок

  • 18 патрон

    α.
    1. πάτρωνας, προστάτης απελευθερωθέντος δούλου. || πολιούχος άγιος καθολικών.
    2. αφέντης, κύριος. || προϊστάμενος.
    α.
    1. φυσίγγιο, φυσέκι•

    боевой патрон ένσφαίρο φυσίγγιο•

    холостой патрон άσφαιρο φυσίγγιο.

    || κάλυκας φυσιγγίου.
    2. (τεχ.) το τρυπανούχο.
    3. βάση λάμπας, ντούι.
    4. ιχνάριο, αχνάρι, πατρόν (κοπτικής).
    5. τύπος σχεδίου σε ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > патрон

  • 19 подвиг

    α.
    κατόρθωμα, άθλος, επίτευγμα, μεγαλούργημα•

    героический подвиг ηρωικό κατόρθωμα, ανδραγαθία, -γάθημα•

    боевой подвиг πολεμικός άθλος•

    трудовой подвиг εργατικός άθλος•

    двенадцать -ов Геракла οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή•

    подвиг героя το κατόρθωμα του ήρωα.

    Большой русско-греческий словарь > подвиг

  • 20 устав

    α.
    1. κανονισμός•

    монастырьский устав ο κανονισμός του μοναστηριού•

    боевой пехоты ο στρατιωτικός κανονισμός του πεζικού.

    || το καταστατικό•

    устав партии το καταστατικό του κόμματος•

    устав ООН το καταστατικό του ΟΗΕ.

    2. πλθ. уставы, -ов οι κανόνες συμπεριφοράς.
    3. η καθαρογραφία (καθαρά και ευανάγνωστα γράμματα)•

    пишите -ом γράφετε καθαρά και ευανάγνωστα.

    Большой русско-греческий словарь > устав

См. также в других словарях:

  • Боевой орёл — ? Боевой орёл Научная классиф …   Википедия

  • Боевой — Боевой: Населённые пункты Нижегородская область Боевой  посёлок Выксунский район Омская область Боевой  посёлок Исилькульский район Суда и корабли «Боевой»  эскадренный миноносец типа «Сом» («Боевой»). «Боевой»  эскадренный… …   Википедия

  • боевой — См …   Словарь синонимов

  • БОЕВОЙ — БОЕВОЙ, боевая, боевое. 1. прил. к бой в 6 знач. Полк в боевом порядке. Привести кого что нибудь в боевую готовность. Боевые отличия. || Участвовавший в боях. Боевой конь. 2. Готовый к борьбе, к нападению. Боевое наступление. || перен.… …   Толковый словарь Ушакова

  • БОЕВОЙ — БОЕВОЙ, боец и пр. см. бой. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • БОЕВОЙ — БОЕВОЙ, ая, ое. 1. Относящийся к ведению боя, войны. Боевое задание. Боевая подготовка войск. Б. порядок войск. Первый б. вылет. Б. устав. Б. патрон (в отличие от учебного, холостого 2). Б. товарищ (товарищ по войне). 2. Готовый к борьбе,… …   Толковый словарь Ожегова

  • "Боевой" — БОЕВОЙ , эскадрен. миноносецъ въ 350 тоннъ водоизм. Во время русско японск. войны Б. состоялъ въ 1 мъ отрядѣ мин цевъ въ П. Артурѣ и находился до 10 іюня подъ ком. кап. 2 го ранга Елисѣева, а съ 10 іюня по 18 іюля лейт. бар. Коссинскаго;… …   Военная энциклопедия

  • боевой — прил., употр. часто Морфология: нар. по боевому 1. Боевым называют то, что имеет отношение к войне или к бою. Широкомасштабные боевые действия. | Боевой отряд. | Боевые самолёты. | Каждый день нам сообщали о количестве боевых вылетов. | Новое… …   Толковый словарь Дмитриева

  • боевой — I. БОЕВОЙ     БОЕВОЙ, бранный, военный, ратный II. бой …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • боевой — вести боевые действия • действие, продолжение выполнять боевую задачу • реализация идут боевые действия • действие, субъект, продолжение нести боевое дежурство • действие поднять боевой дух • изменение принять боевую стойку • действие пробить… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • боевой орёл — karingieji ereliai statusas T sritis zoologija | vardynas atitikmenys: lot. Polemaetus angl. martial eagle vok. Kampfadler, m rus. боевой орёл, m pranc. aigle martial, m ryšiai: platesnis terminas – vanaginiai siauresnis terminas – karingasis… …   Paukščių pavadinimų žodynas

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»