-
1 εἴλω
εἴλω, εἰλέω ( ϝειλέω), subj. εἰλέωσι, part. εἰλεῦντα, ipf. εἴλει, εἴλεον, ἐείλεον, aor. 3 pl. ἔλσαν, inf. ἔλσαι, ἐέλσαι, part. ἔλσᾶς, pass. pres., part. εἰλόμενοι, ipf. εἰλεῦντο, aor. ἐάλη, 3 pl. ἄλεν, inf. ἀλῆναι, ἀλήμεναι, part. ἀλείς, perf. ἐέλμεθα, part. ἐελμένος: I. act. and pass., crowd together, hem in, shut up or off; (Orīon the hunter) θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα, Od. 11.573; ( δμωὰς) εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, Od. 22.460; κατὰ πρύμνᾶς τε καὶ ἀμφ' ἅλα ἔλσαι Ἀχαιούς, Il. 1.409; ὅν περ ἄελλαι | χειμέριαι εἰλέωσιν, ‘hold storm-bound,’ Il. 2.294; ( νῆα) κεραυνῷ | Ζεὺς ἔλσᾶς ἐκέασσε, ‘with a crushing blow,’ Od. 5.132; ( Ἄρης) Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος, ‘held close,’ Il. 13.523.—II. mid., crowd or collect together, crouch, gather oneself for a spring; ἕστασαν ἀμφὶ βίην Διομήδεος εἰλόμενοι, Il. 5.782; οἳ δή τοι εἰς ἄστυ ἄλεν, Il. 22.12; χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ, ‘accumulated,’ Il. 23.420 ; τῇ ( ἀσπίδι) ὕπο πᾶς ἐάλη, ‘crouched,’ Il. 13.408 ; ἐνι δίφρῳ ᾗστο ἀλείς, ‘cowering close,’ Il. 16.403 ; Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν, i. e. all ready to charge upon him, Il. 21.571, Od. 24.538.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἴλω
-
2 προςειλέω
προς - ειλέω, προτιειλέω ( ϝειλέω), inf. προτιειλεῖν: press forward, Il. 10.347†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προςειλέω
-
3 προτιειλέω
προς - ειλέω, προτιειλέω ( ϝειλέω), inf. προτιειλεῖν: press forward, Il. 10.347†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προτιειλέω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский