-
1 θηρα
ион. θήρη ἥ1) охота, звероловство(ἰέναι ἐς θήρην Hom. или ἐπὴ τέν θήρην Her.)
ζῆν ἀπὸ θήρας Arst. — жить охотой;2) преследование, погоняθήραν τήνδε ἁλίως ἔχομεν τόξων Soph. — напрасна (была) эта наша погоня за оружием;
ἥ θ. ἐπιστημῶν Plat. — погоня за знаниями3) добыча, уловμενοεικές θήρη Hom. — обильный улов;
δέσμιον ἄγων θήραν καλήν Soph. — ведя связанным славного пленника4) дичьφθάνειν δεῖ πεφραγμένους τοὺς πόρους πρὴν κινεῖσθαι τέν θήραν Xen. — нужно предварительно загородить проходы, прежде чем поднять дичь
5) ловушка, западня(παγὴς καὴ θ. NT.)
-
2 κυνηγεσιον
τό1) тж. pl. псовая охота Eur., Plut.2) отряд охотников с собаками(τὸ κ. πᾶν συμπέμπειν Her.)
3) вместе охотящаяся стая (sc. τῶν λύκων Arst.)4) охотничий участок(ἐν κυνηγεσίῳ πλανᾶσθαι Xen.)
5) охотничья добыча(ὑπαγωγέ τοῦ κυνηγεσίου Xen.)
6) перен. охота, погоня(περί τινος ὥραν Plat.)
-
3 πτηνος
См. также в других словарях:
θηρᾶι — θηρᾷ , θηράω hunt pres subj mp 2nd sg θηρᾷ , θηράω hunt pres ind mp 2nd sg (epic) θηρᾷ , θηράω hunt pres subj act 3rd sg θηρᾷ , θηράω hunt pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θῆραι — Θήρα from Thera fem nom/voc pl Θήρη hunting of wild beasts fem nom/voc pl Θήρης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆραι — θήρα from Thera fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θήραι — Θήρᾱͅ , Θήρα from Thera fem dat sg (attic doric aeolic) Θήρᾱͅ , Θήρη hunting of wild beasts fem dat sg (attic doric aeolic) Θήρᾱͅ , Θήρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήραι — θήρᾱͅ , θήρα from Thera fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θῆρ' — Θῆραι , Θήρα from Thera fem nom/voc pl Θῆραι , Θήρη hunting of wild beasts fem nom/voc pl Θῆρα , Θήρης masc voc sg Θῆρα , Θήρης masc nom sg (epic) Θῆραι , Θήρης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CRETA — I. CRETA Herodoto, l. 2. ubi de more Aegyptiorum Sacerdotum, quem in probando bove sacrificiis apto solebant usurpare, γῆ σημαντρὶς dicta est, quod eâ literas signari antiquissimis temporibus in usu fuit. Servius, ad illud l. 6. Aen. v. 321.… … Hofmann J. Lexicon universale
Θηρίτας — Προσωνυμία του Ενυάλιου Άρη στη Λακωνία. Στον δρόμο για τη Θεράπνη υπήρχε αρχαιότατο ιερό του θεού, τον οποίον αποκαλούσαν έτσι από την τροφό του, Θρω. Σύμφωνα με άλλη άποψη η προσωνυμία προέρχεται από τη λέξη θηρίο και δηλώνει τον πολεμιστή που… … Dictionary of Greek
θῆρ' — θῆρα , θήρ beast of prey masc acc sg θῆρε , θήρ beast of prey masc nom/voc/acc dual θῆραι , θήρα from Thera fem nom/voc pl θῆρε , θηρίον wild animal masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)