-
61 οἴγνῡμι
οἴγνῡμι u. οἴγω, öffnen; οἴξασα κληῗδι ϑύρας, aufschließend; absolut, ᾦξε γέροντι, er öffnete dem Alten, machte ihm die Tür auf; auch ὤϊξε οἶνον, sie öffnete den Wein, d. h. das Gefäß -
62 οἴγω
οἴγνῡμι u. οἴγω, öffnen; οἴξασα κληῗδι ϑύρας, aufschließend; absolut, ᾦξε γέροντι, er öffnete dem Alten, machte ihm die Tür auf; auch ὤϊξε οἶνον, sie öffnete den Wein, d. h. das Gefäß -
63 προςαράσσω
προς-αράσσω, daranschlagen, -stoßen, -werfen; πρ. τινὶ τὰς ϑύρας, einem die Tür vor der Nase zuschmeißen -
64 προςτίθημι
προς-τίθημι, dazu, daran, hinan setzen; ϑύρας, die Türflügel anlehnen u. schließen; πρῆγμά τινι, einem noch dazu ein Geschäft auf legen; hinzusetzen, hinzufügen; νᾶσον προςέϑηκε λόγῳ, er feierte die Insel in der Rede; ταύτην πρόςϑου δάμαρτα, nimm dir zur Frau; προςϑεῖναί τινι γυναῖκα, einem ein Weib geben; τῶν ἀρσένων μή μοι πρόςϑῃ μέριμναν, mache mir nicht Sorge über sie; πλέον προςϑείμην, sich mehr hinzufügen, = Vorteil haben; τῷ ϑεῷ προςτιϑῇς τὴν αἰτίαν, zuschieben, beimessen; προςϑεῖναί τινι ἀτιμίην, beilegen, zuschreiben; προςτίϑημι τῷ νόμῳ, zum Gesetze hinzusetzen; ἐξαιρέω, von Buchstaben; ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις, daransetzen, zusetzen, einbüßen; προςτιϑέναι τινὰ τῷ κατϑανεῖν, einen zum Tode verurteilen; sich einem anschließen, ihm beistimmen; τῷ ἀστῷ, = ihm günstig, geneigt sein; προςτίϑεσϑαί τινα, sich einen beifügen, ihn zum Bundesgenossen, Gehilfen machen, ihn mit sich verbinden; πολέμιον, sich einen noch dazu zum Feinde machen; ἰσχύν, seine Macht vergrößerern; προςτίϑεσϑαι πλέον, zunehmen; ὥςτε ἔχϑρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις προςτίϑεσϑαι, noch hinzufügen; πόλεμόν τινι, einem den Keieg erklären; μῆνιν προςϑέσϑαι τινί, Zorn gegen einen hegen; τινί τι προςϑέσϑαι, einem etwas ans Herz legen, dringend anempfehlen -
65 στρῶμα
στρῶμα, τό, alles, was hingebreitet und untergelegt wird, um darauf zu liegen oder zu sitzen, Streu, Lager, Decke; bes. Bett- und Tisch-, auch Pferdedecken; μηδένα πώποτ' ἐλεῆσαι, ἀλλὰ ϑύρας ἀφαιρεῖν καὶ στρώμαϑ' ὑποσπᾶν, das Bett unter dem Leibe wegreißen. Weil die Teppiche bunt durchwirkt zu sein pflegten, hießen auch Bücher vermischtes Inhalts στρώματα, wie das noch vorhandene Buch des Clem. Alex. Die Pfähle unter einer hölzernen Brücke, στρώματα γεφύρας πεπηγότα
См. также в других словарях:
θυρᾶς — θυρᾶ̱ς , θυράζω thrust out of doors fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θύρας — Θύρᾱς , Θύρευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρας — θύρᾱς , θύρα door fem acc pl θύρᾱς , θύρα door fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
οπισθόθολος — ο 1. θόλος που βρίσκεται πάνω από το άνοιγμα θύρας ή παραθύρου, που το καμπύλο τμήμα τής όψης του διαφέρει από το καμπύλο τμήμα τού βάθους 2. θόλος θύρας ή παραθύρου με τοξοειδές ανώφλι ο οποίος περιορίζει από πάνω την εύρυνση τής θύρας ή τού… … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
θύραζε — (Α) επίρρ. 1. έξω από την πόρτα 2. έξω, εκτός (α. «οἱ θύραζε» αυτοί που βρίσκονται έξω, οι εκτός β. «θύραζε τῶν νόμων» εκτός νόμου). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύραζε < *θύρας δε < αιτ. πληθ. θύρας + δε (I)*] … Dictionary of Greek
καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… … Dictionary of Greek
ολμίσκος — ο (Α ὁλμίσκος) [όλμος] νεοελλ. μικρός όλμος αρχ. 1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα τής θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ… … Dictionary of Greek
στροφαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροφέα τής θύρας 2. (ως προσωνυμία τού Ερμού) αυτός που στέκεται ως θυρωρός στους στροφείς τής πόρτας, ο προστάτης τής θύρας 3. μτφ. (για πρόσ.) εύστροφος, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροφή + κατάλ … Dictionary of Greek