-
1 θυμα
у Thuc. лак. σῦμα - ατος τό [θύω]1) жертваτὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. — жертва Аполлону;
πάγκαρπα θύματα Soph. — жертвенное приношение из всех плодов;οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. — жертвы не общеустановленные, а местные (т.е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных)2) жертвоприношение(εὐχαὴ καὴ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.)
θ. λεύσιμον Aesch. — жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т.е. кровавая месть (за Агамемнона) -
2 εφεστιος
ион. ἐπίστιος 21) находящийся или горящий на очаге(φλόξ Eur.; σέλας Soph.)
ἐφέστιον πῆξαι σκῆπτρον Soph. — воткнуть посох в очаг2) приходящий к очагу, т.е. в дом(ἱκέτης Aesch.)
ἐμὲ ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων Hom. — божество привело меня в жилище (Калипсо);ἑζόμεσθα ἐφέστιοι Soph. — мы сидим у очагов, т.е. пришли с мольбой;ἥκων ἐ. ἐμοί Her. — пришедший ко мне;ἀπολέσθαι ἐ. Hom. — умереть в своем доме3) связанный с домашним очагом, касающийся дома, домашний, семейный(θύματα, μίασμα Aesch.; εὐναί Eur.; ἵδρυμα Plat.)
πόνοι δόμων ἐφέστιοι Aesch. — домашние труды4) покровительствующий домашнему очагу(Ζεύς Her., Soph.)
-
3 καθαρος
31) чистый, незагрязненный, опрятный(εἵματα Hom.; ἱμάτιον Arst.)
2) опрятный, чистоплотный(κατὰ τὸ σῶμα Plat.; περὴ ἐσθῆτα Arst.)
3) свободный от примесей, т.е. высокого качества(χρυσός, ἄρτος Her.; ἀργύριον Theocr.; τροφή Arst.)
4) прозрачный(ποταμός Her.; ὕδατα, δρόσοι Eur.; ὑγρότης Arst.)
5) яркий(φέγγος, φάος Pind.; χρόαι Arst.)
ἐν καθαρῷ ἡλίῳ Plat. — на ярком солнце6) чистый, ясный(φωναί Arst.)
7) ясный, безоблачный(δύσεις Arst.)
8) подлинный, настоящий(σπέρμα θεοῦ Pind.)
9) открытый, широкий(λειμών Theocr.)
10) (нравственно) чистый, честный(κατὰ τέν ψυχήν Plat.; κ. τῇ καρδίᾳ NT.)
11) чистый, безукоризненный, безупречный, незапятнанный, неоскверненный(θάνατος Hom.; χεῖρες, βωμοί Aesch.; θύματα Eur.)
12) свободный13) чистый, непричастный(ἀδικίας, τῶν κακῶν Plat.; ἀγορὰ καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων Arst.)
κ. τῶν σημηΐων Her. — не имеющий (особых) примет, т.е. без порока14) правильный, точный(ψῆφοι Dem.)
15) ( подобно римским dies fasti) священный, неприсутственный(ἡμέραι Plat.)
-
4 λαφυσσω
атт. λᾰφύττω1) ( о животных) жадно поедать, пожирать(αἷμα καὴ ἔγκατα πάντα Hom.; πολλά Luc.)
2) ( об огне) пожирать, сжигать, уничтожать(θύματα πάντα Anth.)
-
5 οσα...
ὅσα...ὅσον, ὅσαэп. ὅσσον adv.1) (на)столько, (на)сколькоἴστε ὅ. ἐμοὴ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι Hom. — вы знаете, насколько выше достоинством мои кони;
ὅ. μοι θυμὸς ἡδονέν φέρει Soph. — сколько душе моей (будет) угодно;ὅ. σθένος Theocr. — насколько хватает сил, изо всех сил;ὅ. τάχος или τάχιστα Arph. — как можно быстрее;τοσοῦτον, ὅ. δοκεῖν Soph. — (ровно) столько, сколько нужно для видимости;ὅ. ἀποζῆν Thuc. — сколько нужно для поддержания жизни;ὅ. γέ μ΄ εἰδέναι Arph., Plat. — насколько я знаю;ὅσα ἐγὼ μέμνημαι Xen. — насколько я помню;ὅσα γε τἀνθρώπεια Plat. — насколько можно судить человеку;ὅ. …, τοσοῦτον … Plat. — насколько …, настолько …2) не далее (не долее, не более) чем, (тж. ὅ. μόνον Xen. etc.) только, всего лишьὅ. ἐς Σκαιάς τε πύλας Hom. — (только) до Скейских ворот;
πρόβατα ὅ. θύματα Plat. — овцы только (в количестве, необходимом) для жертвоприношений;ὅ. μόνον γεύσασθαι Xen. — только чтобы попробовать;ὅ. παιδείας χάριν Plat. — только в целях воспитания3) ὅ. οὐ почтиὅ. οὐ παρείη ἤδη εἰς Ἑλλήσποντον Xen. — (будто Пол) чуть ли не прибыл уже в Геллеспонт
4) ὅ. μή или μέ ὅ. разве что, разве толькоἐγὼ (τὸν φοίνικα) οὐκ εἶδον, εἰ μέ ὅ. γραφῇ Her. — я феникса не видел, разве что на рисунке;
καλός τε κἀγαθὸς τέν φύσιν, ὅ. μέ ὑβριστής Plat. — (юноша) во всех отношениях превосходный, разве только (несколько) высокомерный;ὅ. οὐκ ἢδη Thuc. (тж. ὅ. οὔπω Thuc., ὅ. ἤδη Polyb., ὅ. αὐτίκα и ὅ. οὐδέπω Luc.) — только что не теперь, т.е. того и гляди, вот-вот, совсем скоро;ὅ. ὅ. Arph. — чуть-чуть, немножко5) (тж. ἐφ΄, εἰς и καθ΄ ὅ.) поскольку(ὅ. ἂν μέ ἀνάγκη ᾖ Xen.; καθ΄ ὅ. μέ πολλέ ἀνάγκη Plat.)
ὅ. βασιλεύτερός εἰμι Hom. — поскольку я выше властью;ὅσα ἄνθρωποι Plat. — поскольку они люди;εἰς ὅ. ἀνθρώπῳ δυνατὸν μάλιστα Plat. — насколько это возможно для человека6) ( cum acc.) около, приблизительно(ὅ. τε πυγούσιον Hom.; ὅ. τε ἑκατὸν σταδίους, Her.; ὅ. παρασάγγην Xen.)
ὅ. τ΄ ἐπὴ ἥμισυ Hom. — приблизительно до половины7) в качестве, как(τινὴ ὅσα πήρᾳ χρῆσθαι Luc.)
-
6 οσον
ὅσον, ὅσαэп. ὅσσον adv.1) (на)столько, (на)сколькоἴστε ὅ. ἐμοὴ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι Hom. — вы знаете, насколько выше достоинством мои кони;
ὅ. μοι θυμὸς ἡδονέν φέρει Soph. — сколько душе моей (будет) угодно;ὅ. σθένος Theocr. — насколько хватает сил, изо всех сил;ὅ. τάχος или τάχιστα Arph. — как можно быстрее;τοσοῦτον, ὅ. δοκεῖν Soph. — (ровно) столько, сколько нужно для видимости;ὅ. ἀποζῆν Thuc. — сколько нужно для поддержания жизни;ὅ. γέ μ΄ εἰδέναι Arph., Plat. — насколько я знаю;ὅσα ἐγὼ μέμνημαι Xen. — насколько я помню;ὅσα γε τἀνθρώπεια Plat. — насколько можно судить человеку;ὅ. …, τοσοῦτον … Plat. — насколько …, настолько …2) не далее (не долее, не более) чем, (тж. ὅ. μόνον Xen. etc.) только, всего лишьὅ. ἐς Σκαιάς τε πύλας Hom. — (только) до Скейских ворот;
πρόβατα ὅ. θύματα Plat. — овцы только (в количестве, необходимом) для жертвоприношений;ὅ. μόνον γεύσασθαι Xen. — только чтобы попробовать;ὅ. παιδείας χάριν Plat. — только в целях воспитания3) ὅ. οὐ почтиὅ. οὐ παρείη ἤδη εἰς Ἑλλήσποντον Xen. — (будто Пол) чуть ли не прибыл уже в Геллеспонт
4) ὅ. μή или μέ ὅ. разве что, разве толькоἐγὼ (τὸν φοίνικα) οὐκ εἶδον, εἰ μέ ὅ. γραφῇ Her. — я феникса не видел, разве что на рисунке;
καλός τε κἀγαθὸς τέν φύσιν, ὅ. μέ ὑβριστής Plat. — (юноша) во всех отношениях превосходный, разве только (несколько) высокомерный;ὅ. οὐκ ἢδη Thuc. (тж. ὅ. οὔπω Thuc., ὅ. ἤδη Polyb., ὅ. αὐτίκα и ὅ. οὐδέπω Luc.) — только что не теперь, т.е. того и гляди, вот-вот, совсем скоро;ὅ. ὅ. Arph. — чуть-чуть, немножко5) (тж. ἐφ΄, εἰς и καθ΄ ὅ.) поскольку(ὅ. ἂν μέ ἀνάγκη ᾖ Xen.; καθ΄ ὅ. μέ πολλέ ἀνάγκη Plat.)
ὅ. βασιλεύτερός εἰμι Hom. — поскольку я выше властью;ὅσα ἄνθρωποι Plat. — поскольку они люди;εἰς ὅ. ἀνθρώπῳ δυνατὸν μάλιστα Plat. — насколько это возможно для человека6) ( cum acc.) около, приблизительно(ὅ. τε πυγούσιον Hom.; ὅ. τε ἑκατὸν σταδίους, Her.; ὅ. παρασάγγην Xen.)
ὅ. τ΄ ἐπὴ ἥμισυ Hom. — приблизительно до половины7) в качестве, как(τινὴ ὅσα πήρᾳ χρῆσθαι Luc.)
-
7 παγκαρπος
21) изобилующий всякими плодами(χθών Pind.)
2) сплошь покрытый плодами(δάφνη Soph.)
3) состоящий из всяких плодов(θύματα Soph.)
π. γονή Plat. — урожай всевозможных плодов4) словно состоящий из всевозможных плодов(ἀοιδή Anth.)
-
8 Θύμα
το прям., перен. жертва;Θύμα δολοπλοκίας — жертва интриги;
δίνω θύματα приносить жертвы;γίνομαι Θύμα — становиться жертвой
См. также в других словарях:
θύματα — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — το (ΑΜ θῡμα) [θύω] ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά νεοελλ. μσν. 1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα τής ευσυνειδησίας και τού καθήκοντος») 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… … Dictionary of Greek
Ηράκλειο — I Πόλη (υψόμ. 33 μ., 133.012 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα παράλια του Κρητικού πελάγους. Είναι πρωτεύουσα του νομού και έδρα του ομώνυμου δήμου (137.711 κάτ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Αγία Ειρήνη (υψόμ. 150 μ., 659 κάτ.),… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
θύμα — το, ατος 1. ζώο που προσφέρεται θυσία στους θεούς: Οδήγησε το θύμα στο βωμό. 2. αυτός που θυσιάζεται εκούσια για κάποιο σκοπό: Θύματης αγάπης του προς την πατρίδα. 3. αυτός που έχει σκοτωθεί: Αναφέρθηκε μεγάλος αριθμός θυμάτων. – Στο σεισμό δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
κανιβαλισμός — Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους… … Dictionary of Greek