-
1 θρυπτω
(fut. θρύψω; pass.: fut. θρυφθήσομαι, aor. 1 ἐθρύφθην, aor. 2 ἐθρύβην, pf. τέθρυμμαι)1) сокрушать, разбивать, размельчать, дробитьθρύπτεται κερματιζόμενον πᾶν τὸ ὄν Plat. — все сущее делится и дробится;
τὸ θρυφθῆναι τοῦ ἀέρος Arst. — рассеивание (разрежение) воздуха2) разрыхлять, рыть(Νεῖλος ἀναβλύζων βώλακα θρύπτει Theocr.; πέτρα θρυπτομένα Anth.)
3) (об обычаях и т.п.) ломать, нарушать(τι ἀνοήτως Plat.)
4) надламывать, расслаблять, расстраивать, портить(μαλακίᾳ θρύπτεσθαι Xen.)
θρύπτεται ἥ ὄψις Plut. — зрение слабеет;ὄμμα θρυπτόμενον Anth. — томный взор;ἁπαλός τε καὴ τεθρυμμένος Luc. — крайне изнеженный, развращенный5) med.-pass. ломаться, жеманиться, притворятьсяἐπεθύμει μὲν λέγειν, ἐθρύπτετο δέ Plat. — говорить-то он хотел, да жеманился;
ἢ μεγάλως εὐδαιμονήσω ἢ ἐγὼ θρύψομαι Arph. — если я не назову себя необыкновенно счастливым, это значило бы привередничать;τοῦ Καίσαρος θρυπτομένου καὴ διακλίνοντος Plut. — когда Цезарь притворно отклонил (корону)6) pass. напускать на себя важный вид, чваниться(χρυσῷ καὴ ἁλουργίδι Anth.; πρός τινα Plut., Luc.)
См. также в других словарях:
θρύψω — θρύπτω break in pieces aor subj act 1st sg θρύπτω break in pieces fut ind act 1st sg θρύπτω break in pieces aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρούβαλο — και θρούψαλο, το το θρύψαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύψω < θρύπτω + κατάλ. αλο* (πρβλ. θρύψ αλο, χούφτ αλο)] … Dictionary of Greek
θρύβω — (Μ θρύβω) θρυμματίζω, συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω, αναλογικά προς άλλους ενεστ. σε βω, επειδή συνέπιπταν οι αόριστοι ( ψα) και οι μέλλοντες ( ψω) κατά το σχήμα έθλιψα θλίψω θλίβω, έτριψα τρίψω τρίβω έγινε και έθρυψα θρύψω θρύβω] … Dictionary of Greek
θρύψαλο — και θρούψαλο και θρούβαλο, το το θρύμμα, το σύντριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω (πρβλ. θρύψω, έθρυψα) + κατάλ. αλο* (πρβλ. καύκ αλο, χούφτ αλο)] … Dictionary of Greek