-
1 ἀνάκλιτος
ἀνά-κλῐτος, ον,A forreclining,δίφρος Hp.Superf.8
, Aret.CA1.4; θρόνος, = ἀνακλιντήριον, Plu.Rom.26;τὰ ἀνάκλιτα Ps.-Callisth.3.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάκλιτος
См. также в других словарях:
ανάκλιτος — ἀνάκλιτος, ον (Α) [ἀνακλίνω] 1. ανακεκλιμένος, ξαπλωμένος 2. φρ. «ἀνάκλιτος θρόνος», το ανάκλιντρο* … Dictionary of Greek