-
1 рот
рта, προθ. о рте, во рту α.1. στόμα•рот большой рот μεγάλο στόμα•
маленький рот στοματάκι•
открывать рот ανοίγω το στόμα•
закрывать рот κλείνω το στόμα•
во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•
прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•
дышать ртом αναπνέω με το στόμα.
2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.
εκφρ.зажать (замазать, заткнуть – κ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•то – παραπάνω.
См. также в других словарях:
θρέψω — τρέφω thicken aor subj act 1st sg τρέφω thicken fut ind act 1st sg τρέφω thicken aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
θρέφω — (Μ θρέφω) 1. τρέφω 2. επουλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω, αναλογικά προς τα θρέψω, έθρεψα] … Dictionary of Greek
θρεψήνωρ — θρεψήνωρ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που τρέφει τους άνδρες («θρεψήνορα δαῑτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. θρέψω, έθρεψα) + ήνωρ < ανήρ (πρβλ. αγαπ ήνωρ, αγ ήνωρ)] … Dictionary of Greek
θρεψίππας — θρεψίππας, ὁ (Α) ο ιππότροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. θρέψω, έθρεψα) + ίππος] … Dictionary of Greek
θρεψερός — ή, ό 1. γόνιμος, καρπερός 2. καλοθρεμμένος, θραψερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. θρέψω, έθρεψα) + κατάλ. ερός (πρβλ. καρπ ερός)] … Dictionary of Greek
παχνιάζω — (I) [πάχνη] επικαλύπτομαι, σκεπάζομαι με πάχνη. (II) [παχνί] ρίχνω χόρτο στο παχνί για να θρέψω τα ζώα, δίνω τροφή στα ζώα … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek