-
1 θράσσω
A : [tense] aor.1 inf. ,E.Fr. 600:—trouble, disquiet, Pi.I.7(6).39,A.l.c., Cratin.363, Pherecr.39, S.Fr. 177, Hp.Mul.1.70, E.Rh. 863, Pl. l.c., Phdr. 242c, etc.:—[voice] Pass.,ὑπὸ ἐδωδῆς θράττεσθαι Jul.Or.6.192a
: [tense] aor.1 .2 disturb, destroy, APl.4.255. -
2 θράττης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θράττης
См. также в других словарях:
θράττω — (Α) (αττ. τ.) βλ. θράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θράσσω*] … Dictionary of Greek
θράσσω — και αττ. τ. θράττω (Α) 1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ 2. καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θρᾱχ jω, με παρακμ. τέτρη χα (πρβλ. τέ θνη κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ αυτής χρησιμοποιείται στον … Dictionary of Greek
καταθράττω — (Α) συντρίβω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θράττω «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
συνθράττω — και συνθράσσω Μ καταστρέφω κάτι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θράττω «συγχέω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek