-
21 ὄκνος
ὄκνος, ὁ (vielleicht mit ἔχω zusammenhangend, das Anhalten, Anstehen), 1) das Zaudern, Zögern, aus Furcht oder aus Trägheit, oder auch aus körperlicher Ermüdung; οὔτε τί με δέος ἴσχει ἀκήριον, οὔτε τις ὄκνος, Il. 5, 817, wo es dem κάματος in v. 811 zu entsprechen scheint; 10, 121 πολλάκι γὰρ μεϑιεῖ τε καὶ οὐκ ἐϑέλει πονέεσϑαι, οὔτ' ὄκνῳ εἴκων οὔτ' ἀφραδίῃσι νόοιο; 13, 224; καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται, Aesch. Spt. 74; Furcht, Ag. 981; τοῦ πόνου γὰρ οὐκ ὄκνος, will nicht säumen, Soph. Phil. 875; τὰ δεινὰ γάρ τοι προςτίϑησ' ὄκνον πολύν, Ant. 243; Furcht, μή μ' ὄκνῳ δείσαντες ἐκπλαγῆτε, Phil. 225, wie τοῦ μάλιστ' ὄκνος σ' ἔχει O. C. 658; ἀπέλυσ' ὄκνον, Eur. Or. 1236; τὰ Θησέως γ' οὐκ ὄκνῳ διεφϑάρη, Suppl. 697; im Ggstz von ϑράσος, Thuc. 2, 40; καὶ μέλλησις, 7, 49; er läßt auch den int. mit μή darauf folgen, παρέσχον ὄκνον μὴ ἐλϑεῖν εἰς τὰ δεινά, 3, 39; εἰ τοῠτό τις εἴργει δρᾶν ὄκνος, Plat. Soph. 242 a; ὃ ἐμοὶ ὄκνον ἐντίϑησι λέγειν, Rcp. V, 473 a; neben ἀναβολαί im plur., Legg. VI, 768 e; πρός τι, z. B. ὄκνου πρὸς τὰς ᾠδὰς μεστός, II, 665 d; ὄκνος ἦν ἀνίστασϑαι, Xen. An. 4, 4, 11; Isocr. 1, 7 stellt ὄκνος dem πόνος gegenüber, wie dem τάχος Men. fr. inc. 21; Dem. 18, 246 verbindet βραδυτῆτας, ὄκνους, ἀγνοίας; Plut., Luc. u. a. Sp. – 2) eine Reiherart, die Rohrdommel, sonst ἀστερίας, Arist. H. A. 9, 18, Ael. H. A. 5, 36. – 3) in einem Gemälde des Sokrates soll ὄκνος eine allegorische Figur gewesen sein, ein Mann, der ein Seil dreht, welches eine Eselinn wieder zernagt, Plin. H. N. 35, 40, 31; daher Symbol jeder vergebens unternommenen, nie zu Ende kommenden Arbeit, Ocnus spartum torquens, Prop. 4, 3, 21; daher sprichwörtlich συνάγει τοῦ Ὄκνου τὴν ϑώ-μιγγα, Paus. 10, 29, 2, wo es auch als eine schlechte Hausfrau gedeutet wird, welche durchbringt, was der Mann erwirbt. – Nach Suid. war ὄκνος χαλκοῦς δίφρου τινὸς γυναικείου εἶδος bei den Bithyniern.
-
22 ἐπ-εύχομαι
ἐπ-εύχομαι, 1) beten zu einer Gottheit, ihr Gelübde machen, ϑεοῖς, νοστῆσαι Ὀδυσῆα, zu den Göttern flehen, daß Odysseus zurückkehre, Od. 14, 423, wie Διΐ, Ἀρτέμιδι; so ματρί Pind. P. 3, 77; τοιαῦτ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως ϑεοῖς Aesch. Spt. 261; Ἡλίῳ – ἐχϑροὺς τίνειν Ag. 1296; Νύμφαις ἐπευξάμενοι νόστου σωτῆρας ἱκέσϑαι Soph. Phil. 1456; τοῖσι ϑεοῖσιν διδόναι πλοῦτον τοῖς Ἕλλησιν Ar. Par 1285; τῷ ϑεῷ τὸ κεχαρισμένον αὐτῷ ϑῦμα ἑλεῖν Plat. Critia. 119 d; Folgde, wie πᾶσι ϑεοῖς, εὐτυχίαν μοι δοῠναι Dem. 18, 141; oft absolut, wie τάςδ' ἐπεύχεσϑαι λιτάς Soph. O. C. 485; dazu, dabei flehen, Eur. Hec. 542. Erst Sp. auch mit dem acc. der Person, anflehen, ϑεούς Aristaen. 2, 2; Xen. Cyn. 1, 12. – Geloben, ἐπεύχομαι ϑήσειν τρόπαια Aesch. Spt. 258; – anwünschen, bes. etwas Böses, μόρον ἄφερτον Πελοπίδαις Aesch. Ag. 1582; ὅρκος μεγάλας ἀρὰς ἐπευχόμενος τοῖς ἀπειϑοῠσι Plat. Critia. 119 e, vgl. Legg. XI, 931 b; καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς μήτε γῆν καρποὺς φέρειν Aesch. 3, 111, bei Sp. auch Gutes, wie εὐτυχίαν τινί Plut. Galb. 18. – 2) sich damit rühmen, prahlen, Il. 5, 119 u. öfter, δοιοῖσιν, Ἱππασίδῃσιν 11. 431; c. inf. Aesch. Ag. 1235; c. partic., Eum. 58; Ἄργος πατρίδ' ἐμήν. I. T. 508, μέγα ϑράσος Rhes. 693; ἣν οὔποτε ἐπεύξεταί τις ῥαστώνῃ παραλαβεῖν Plat. Epin. 991 c.
-
23 ἐκ-κλάω
ἐκ-κλάω (s. κλάω), abbrechen; τὰ παλαιὰ τοῠ σώματος μέρη ἐκκεκλάσϑαι Plat. Rep. X, 611 d, τὸ ϑράσος ἐκκέκλασται, der Muth ist gebrochen, Plut. amat. 18.
-
24 ἐμ-βλέπω
ἐμ-βλέπω, Einem ins Angesicht sehen, ihn ansehen; εἰς ὀφϑαλμόν Plat. Alc. I, 132; Men. bei Stob. fl. 93, 21 u. A.; τινί, Plat. Rep. X, 609 d; Antiphan. bei Ath. VI, 224 c; auch τινά, Ep. ad. 448 (XI, 3), wie N. T; absol., Xen. Hem. 3, 11, 10; – ποῖ ἐμβλέψασα τοιοῦτον ϑράσος ὁπλίζει Soph. El. 983, worauf hinsehend, d. i. in welcher Absicht; – δεινόν, schrecklich drein blicken, Plat. Ion 535 e, Plut. Pyrrh. 34 u. A.; πῠρ ἐμβ., feurig blicken, Philostr.
-
25 ὑπέρ-κομπος
ὑπέρ-κομπος, eigentl. übermäßig lärmend, bes. unmäßig großprahlend, übermüthig; σῆμα Aesch. Spt. 386; Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων ἔπεστιν Pers. 813; ϑράσος 817; übh. übermäßig, außerordentlich, νῆες ὑπέρκομποι τάχει, ausgezeichnet an Schnelligkeit, 334.
-
26 ὕπ-ειμι
ὕπ-ειμι (s. εἰμί), 1) darunter sein, τινί, z. B. φίλτατοι ἄνδρες ἐμῷ ὑπέασι μελάϑρῳ, sie sind unter meinem Dache, Il. 9, 204; auch ὑπό τι, Her. 2, 127. – Bes. von säugenden Thieren, πολλῇσι πῶλοι ὑπῆσαν, unter vielen Stuten waren säugende Füllen, Il. 11, 681. – Κοὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν Aesch. Pers. 801, wie κρηπὶς δ' ὑπῆν λιϑίνη Xen. An. 3, 4, 7; ἔχϑρας ὑπούσης Is. 1, 33; οὐχ ὕπεισι πράξεις Isocr. 4, 82. – Auch unterworfen, unterthan sein, Eur. ὑποῦσιν ἀστοῖς ἥδεται νεανίαις, Suppl. 443. – 2) wie ὑπάρχω, dabei, in der Nähe sein, zur Hand sein, zu Gebote stehen; βίος ἀρκέων Her. 1, 31; ὕπεστί μοι ϑράσος Soph. El. 470; τὸ γὰρ τιμωρησόμενον οὐχ ὑπέσται τῆς πολιτείας καταλυϑείσης Dem. 26, 4; auch = damit zusammenhangen. – 3) übrig sein, Thuc. 8, 36 τὰ ἐκ τῆς Ἰάσου μεγάλα χρήματα διαρπασϑέντα ὑπῆν τοῖς στρατιώταις.
-
27 ἐκκλάω
ἐκ-κλάω, abbrechen; τὸ ϑράσος ἐκκέκλασται, der Mut ist gebrochen -
28 ἐμβλέπω
ἐμ-βλέπω, einem ins Angesicht sehen, ihn ansehen; ποῖ ἐμβλέψασα τοιοῦτον ϑράσος ὁπλίζει, worauf hinsehend, d. i. in welcher Absicht; δεινόν, schrecklich drein blicken; πῠρ ἐμβ., feurig blicken -
29 πάμμαχ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θράσος — courage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek
θράσος — το ους 1. υπερβολική τόλμη: Το θάρρος όταν δεν είναι έλλογο, καταντάει θράσος. 2. αναίδεια: Ύστερα από όλα αυτά, έχει το θράσος να μας μιλάει. – Το θράσος του δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θράσος — Θράσεος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καστανάκης, Θράσος — (Κωνσταντινούπολη 1901 – Παρίσι 1967). Πεζογράφος. Το 1919 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μαθήτευσε κοντά στον Ψυχάρη. Αργότερα διαδέχθηκε τον δάσκαλό του στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών της Σορβόνης, στο τμήμα νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας.… … Dictionary of Greek
θρασεύω — [θράσος] θρασομανώ* … Dictionary of Greek
θρασέων — θράσος courage neut gen pl (epic doric ionic aeolic) θράζω fut part act masc nom sg (doric) θρασύς bold masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) θρασέω̆ν , θρασύς bold masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θράσους — θράσος courage neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θράσει — θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic) θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) θράσεϊ , θράσις fem dat sg (epic) θράσις fem dat sg (attic ionic) θράσος courage… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποθρασύνω — ομαι (AM ἀποθρασύνομαι) νεοελλ. 1. ( ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσος αρχ. μσν. 1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε 2. μιλώ με θράσος 3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα … Dictionary of Greek
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek