-
1 θηλείας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θηλείας
-
2 κλησις
I.- εως ἥ [καλέω]1) зовἐκάλεσέ με καὴ παίζων ἅμα τῇ κλήσει Plat. — он окликнул меня и, окликнув, пошутил
2) приглашение(εἰς τὸ πρυτανεῖον Dem.; δείπνων Plut.)
3) призыв о помощи Polyb.4) вызов в судἀπόφευξις δίκης ἢ κ. Arph. — освобождение от судебной ответственности или привлечение к ней;
ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. — прекращать судебное преследование5) (при)звание, поприще(ἐν τῇ κλήσει, ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω NT.)
6) название, наименование Plat., Anth.7) именительный падеж(αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων Arst.)
8) грам. родовая форма(ἄρρενος κ. Arst.)
θηλείας или θήλεος κ. Arst. — форма женского рода;σκεύους κ. Arst. — средний родII.κλῇσις, κλεῖσις- εως ἥ [κλείω I]1) запирание(τῶν λιμένων Thuc.)
2) запор, преграда, заграждение(λύειν τὰς κλῄσεις Thuc.)
См. также в других словарях:
θηλείας — θηλείᾱς , θῆλυς female fem acc pl θηλείᾱς , θῆλυς female fem gen sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήλειας — θάλλω sprout aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BASTERNA — genus vehiculi, Matronis olim Romanorum in usu. Differcbat a Lectica parum, cui quoque successit, itidem feminis propria. Antiquitus namque sellae lecticaeque in hunc usum adhibebantur, quibus matronae in publico etiam secretehabebantur. Hae cum… … Hofmann J. Lexicon universale
BURDO — I. BURDO in veter. Epigramm. de Basterna, Hanc geminus portat duplici sub robore burdo. Provehit et modicô pendula septa gradu. Ubi Epigrammatis auctor burdones portandae matronarum basternae assignat: cui mannos tribuit in Glossis Isidorus.… … Hofmann J. Lexicon universale
ORNEOSOPHION — nomen libri, iussu Michaelis Imperatoris Constantinopolitani, de Avibus conscripti, cuius meminit Bochart. Hieroz. Part. poster. l. 6. c. 3. ubi de Exypterio. A voce Ο῎ρνις: quae cum Homero et Hesiodo nihil quidquam sit, quam avis in genere,… … Hofmann J. Lexicon universale
TESTAMENTUM — I. TESTAMENTUM alienationis species est, et iuris naturalis. Quamvis enim id, ut actus alii, formam certam accipere possit a iure civili, ipsa tamen eius substantia cognata est dominio, et eô datô iuris naturalis. Possum enim rem meam alienare,… … Hofmann J. Lexicon universale
αλογόκομπος — ο κόμπος θηλειάς σχοινιού γύρω από το πόδι ή τον λαιμό ζώου, δεμένος έτσι, ώστε να μην στενεύει η θηλειά όταν σύρεται το σκοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + κόμπος] … Dictionary of Greek
εμβολαίωση — η διάνοιξη αγκύλης ή θηλειάς με εμβόλαιο … Dictionary of Greek
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
λυκόδεσμος — ο είδος ναυτικού κόμπου, θηλειάς που σχηματίζεται στο μέσον τού σχοινιού και μέσα στην οποία περνιέται σύσπαστο ή μοχλός ή ξύλινος κυλινδρικός πάσσαλος για να τεντώνεται το σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek