-
1 εγγενης
21) туземный, местный(θεοί Aesch., Soph.)
ἐ. κηδεία Eur. — внутриплеменной брак2) коренной, природный(Θηβαῖος Soph.; πολῖται Plut.)
3) родственный, родной, близкийκῆδος ἐγγενές Aesch. — близкое родство
4) прирожденный, врожденный(πόνος Aesch.; νοῦς Soph.)
См. также в других словарях:
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek