Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ϑεομάχος

См. также в других словарях:

  • θεομάχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόμαχος — fighting against God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομάχος — ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, ον) αυτός που μάχεται κατά τού θεού (ή τών θεών). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο μάχος, πρό μαχος] …   Dictionary of Greek

  • θεομάχος — ο αντίθρησκος, αυτός που πολεμά τη θρησκεία: Ο Λέων Γ ο Ίσαυρος κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ως θεομάχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεομάχοις — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut dat pl θεομάχος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομάχον — θεομάχος masc/fem acc sg θεομάχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομάχου — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut gen sg θεομάχος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομάχους — θεόμαχος fighting against God masc/fem acc pl θεομάχος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομάχων — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut gen pl θεομάχος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομάχῳ — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut dat sg θεομάχος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόμαχον — θεόμαχος fighting against God masc/fem acc sg θεόμαχος fighting against God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»