-
61 θαυμασίους
θαυμάσιοςwonderful: masc acc pl -
62 θαυμάσια
θαυμάσιοςwonderful: neut nom /voc /acc pl -
63 θαυμάσιαι
θαυμάσιοςwonderful: fem nom /voc pl -
64 θαυμάσιε
θαυμάσιοςwonderful: masc voc sg -
65 θαυμάσιοι
θαυμάσιοςwonderful: masc nom /voc pl -
66 θωμασιωτέρη
θαυμάσιοςwonderful: fem nom /voc comp sg (epic ionic) -
67 θωμασιώτατος
θαυμάσιοςwonderful: masc nom superl sg (ionic) -
68 θωμάσια
θαυμάσιοςwonderful: neut nom /voc /acc pl (ionic) -
69 θωμάσιε
θαυμάσιοςwonderful: masc voc sg (ionic) -
70 θωμάσιος
θαυμάσιοςwonderful: masc nom sg (ionic) -
71 θαυμασιωτέρα
θαυμασιωτέρᾱ, θαυμάσιοςwonderful: fem nom /voc /acc comp dualθαυμασιωτέρᾱ, θαυμάσιοςwonderful: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————θαυμασιωτέρᾱͅ, θαυμάσιοςwonderful: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
72 θαυμασία
θαυμασίᾱ, θαυμάσιοςwonderful: fem nom /voc /acc dualθαυμασίᾱ, θαυμάσιοςwonderful: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————θαυμασίᾱͅ, θαυμάσιοςwonderful: fem dat sg (attic doric aeolic) -
73 θαυμάσι'
θαυμάσια, θαυμάσιοςwonderful: neut nom /voc /acc plθαυμάσιε, θαυμάσιοςwonderful: masc voc sgθαυμάσιαι, θαυμάσιοςwonderful: fem nom /voc pl -
74 чудный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. βανματουργός, -γικός• μαγικός• παράδοξος• υπερφυής, υπερκόσμιος.2. θαυμάσιος, εξαίσιος, θεΐκός, θεσπέσιος. || λαμπρός• εξαιρετικός, υπέροχος, θαυμάσιος, θαύμα•-ая погода καιρός—θαύμα (θαυμάσιος).
-
75 θωμασιος
-
76 замечательный
замечательный θαυμάσιος υπέροχος, περίφημος (выдающийся)* * *θαυμάσιος; υπέροχος, περίφημος ( выдающийся) -
77 изумительный
-
78 чудесный
-
79 чудесный
чудесныйприл1. θαυμαστός, θαυμάσιος·2. (прекрасный) θαυμάσιος, ὑπέροχος:\чудесный день ἡ θαυμάσια (ἡ)μέρα, ἡ ὑπέροχη μέρα· у нее \чудесный голос αὐτή ἐχει θαυμάσια φωνή. -
80 θαυμασιωτάτας
θαυμασιωτάτᾱς, θαυμάσιοςwonderful: fem acc superl plθαυμασιωτάτᾱς, θαυμάσιοςwonderful: fem gen superl sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
Θαυμάσιος — wonderful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσιος — wonderful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… … Dictionary of Greek
θαυμάσιος — α, ο επίρρ. α έξοχος, πολύ ωραίος, θαυμαστός: Θαυμάσιο βιβλίο. – Θαυμάσιο κλίμα. – Θαυμάσια εικόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαυμασιώτερον — θαυμάσιος wonderful adverbial comp θαυμάσιος wonderful masc acc comp sg θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμασιώτερον — θαυμάσιος wonderful adverbial comp (ionic) θαυμάσιος wonderful masc acc comp sg (ionic) θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιωτάτων — θαυμάσιος wonderful fem gen superl pl θαυμάσιος wonderful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιωτέρων — θαυμάσιος wonderful fem gen comp pl θαυμάσιος wonderful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιώτατα — θαυμάσιος wonderful adverbial superl θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιώτατον — θαυμάσιος wonderful masc acc superl sg θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασίων — θαυμάσιος wonderful fem gen pl θαυμάσιος wonderful masc/neut gen pl θαυμάζω wonder fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)