-
41 θεό-κτυπος
θεό-κτυπος, von Gott geschlagen, λύρα, Sp.
-
42 θεό-κτιστος
θεό-κτιστος, von Gott erbau't, gemacht, p. bei Ar. Poet. 21.
-
43 θεό-κτιτος
θεό-κτιτος, dasselbe, Τροία Munat. ep. (IX, 103).
-
44 θεό-κτητος
θεό-κτητος, von Gott erworben, Eust.
-
45 θεό-γνωστος
θεό-γνωστος, Gott bekannt, Sp.
-
46 θεό-κμητος
θεό-κμητος, von Gott gemacht, göttlich, βέλεμνα Qu. Sm. 3, 419, a. sp. D.
-
47 θεό-κλυτος
θεό-κλυτος, Gott um Erhörung anrufend, λίται Aesch. Spt. 131. – Von Gott erhört, Ios. 1, 33.
-
48 θεό-γλωσσοι
θεό-γλωσσοι, γυναῖκες, göttlich redend, von Dichterinnen, Antp. Th. 23 (IX, 26); Nonn.
-
49 θεό-γονος
θεό-γονος, von Gott geboren, von den Göttern abstammend, Eur. Or. 846; K. S.
-
50 θεό-κλητος
θεό-κλητος, von Gott gerufen, Nonn. par. 1, 75; auch νηός, wo Gott angerufen wird, id.
-
51 θεό-γληνον
θεό-γληνον, πρόςωπον, mit göttlichen Augen, Nonn. Ioan. 20, 24.
-
52 θεό-μαρτυς
θεό-μαρτυς, υρος, ὁ, Gotteszeuge, Eust.
-
53 θεό-δροσος
θεό-δροσος, von Gott bethau't, Sp.
-
54 θεό-μαντις
θεό-μαντις, ὁ, gottbegeisterter Weissager, Plat. Apol. 22 c Men. 99 c.
-
55 θεό-δεκτος
θεό-δεκτος, von Gott angenommen, Sp.
-
56 θεό-δμητος
θεό-δμητος (auch ϑεοδμήτη Δῆλος, Pind. Ol. 6, 59), von Gott gebau't, gegründet; πύργοι Il. 8, 519; βωμός, für die Götter erbau't, Eur. Hec. 23; Soph. El. 707; Pind. öfter, auch übertr., ἀρετή I. 5, 10, χρέος Ol. 3, 7.
-
57 θεό-δοτος
-
58 θεό-μορφος
θεό-μορφος, von göttlicher Gestalt, Strat. 38 (XII, 196).
-
59 θεό-μορος
θεό-μορος, von Gott verhängt, dor. ϑεύμορος, γάμου γέρας Pind. Ol. 7, 38, vgl. Ol. 3, 10 P. 5, 5.
-
60 θεό-μητις
θεό-μητις, göttlich rathend, Nonn. par. 8, 121.
См. также в других словарях:
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θέο — θέω dhávate pres imperat mid 2nd sg (attic epic ionic) θέω dhávate imperf ind mid 2nd sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek