-
1 θέαινα
θέαιναgoddess: fem nom /voc sg -
2 θέαινα
A goddess, in Hom. mostly in phrase , cf. Od.8.341, al.;θεῶν τε καὶ θεαινῶν Antiph.81.3
: in later [dialect] Ep., Call.Dian.29. -
3 θέαινα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θέαινα
-
4 θεαίνας
θεαίνᾱς, θέαιναgoddess: fem acc plθεαίνᾱς, θέαιναgoddess: fem gen sg (doric aeolic) -
5 θεαίναις
θέαιναgoddess: fem dat pl -
6 θεαίνης
θέαιναgoddess: fem gen sg (attic epic ionic) -
7 θέαιναι
θέαιναgoddess: fem nom /voc pl -
8 θεαινών
-
9 θεαινῶν
-
10 θεαίνη
-
11 θεαίνῃ
-
12 λυσιτόκος
λῡσῐ-τόκος, ον,II [voice] Pass. [full] λῡσίτοκος, set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp.C.3.128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσιτόκος
-
13 ἡμιθέαινα
ἡμι-θέαινα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιθέαινα
См. также в других словарях:
θέαινα — θέαινα, ἡ (Α) επικ. τ. τού θεά («πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεά] … Dictionary of Greek
θέαινα — goddess fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαίνας — θεαίνᾱς , θέαινα goddess fem acc pl θεαίνᾱς , θέαινα goddess fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαινῶν — θέαινα goddess fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαίναις — θέαινα goddess fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαίνης — θέαινα goddess fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαίνῃ — θέαινα goddess fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέαιναι — θέαινα goddess fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
ημιθέαινα — ἡμιθέαινα, ἡ (Α) βλ. ημιθέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θέαινα, θηλ. του θεός] … Dictionary of Greek
θεά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek