-
1 heure
ώρα -
2 hour
ώρα -
3 session
ώρα -
4 godzina
ώρα -
5 час
-а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. часы α.η ώρα•четверть -а το τέταρτο της ώρας•
час опоздать на час καθυστερώ (αργώ) μια ώρα•
ночи μία η ώρα τη νύχτα (μετά τα μεσάνυχτα)•
который -? τι ώρα είναι; πόσο είναι, η ώρα;•
встаю в шесть -ов утра σηκώνομαι, στις έ.ξι η ώρα το πρωί•
после двух -ов полудня μετά τις δύο η ώρα το μεσημέρι•
ждал я вас три -а σας περίμενα τρεις ώρες•
учебный час διδακτική (σχολική) ώρα (45)• вечерний час η βραδινή ώρα•
поздний час περασμένη ώρα (μετά τα μεσάνυχτα)•
получить -ы в институте παίρνω ώρες (διδασκαλίας) στο Ινστιτούτο•
час рисования μάθημα (ώρα) ιχνογραφίας•
-ы отдыха ώρες ανάπαυσης•
обеденный час ώρα φαγητού.
|| χρόνος•час мщения ώρα εκδίκησης•
настал час ήρθε η ώρα.
|| η σκοπιά, η φρουρά•стоять на -эх φυλάγω σκοπιά•
поставить на -ы βάζω, τοποθετώ σκοπούς.
|| (εκκλσ.) οι ώρες ψαλμού ή δεήσεων οι ψαλμοί.εκφρ.в добрый час – (ευχή) ώρα καλή•последний ή смертный час – η τελευταία ώρα, η ώρα του θανάτου, της εκπνοής•час в час – ακριβώς στην ώρα•час от -у – από ώρα σε ώρα (βαθμιαία)•в свой час – στην ώρα του, στον καιρό του•до этого (сего) -а – ως τώρα, ως αυτή την ώρα•по -ам – κατά (καθορισμένες) ώρες•с -у на час – α) από ώρα σε ώρα, β) από στιγμή σε στιγμή, οσονούπω•сей же – βλ. сейчас• тем -ом σύγχρονα, ταυτόχρονα•тот же час – βλ. тотчас. -
6 час
час м η ώρα; два \часа δυο ώρες; полтора \часа μιάμιση ώρα; через \час ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα; который \час? τι ώρα είναι; в \час дня στη μία το μεσημέρι, στη μία η ώρα; в двенадцать \часов дня στις δώδεκα η ώρα; в восемь \часов вечера (утра) στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)· за \час до... μια ώρα πριν...* * *мη ώραдва часа́ — δυο ώρες
полтора́ часа́ — μιάμιση ώρα
че́рез час — ύστερα από μια ώρα, σε μια ώρα
кото́рый час? — τι ώρα είναι
в двена́дцать часо́в дня — στις δώδεκα η ώρα
в во́семь часо́в ве́чера (утра́) — στις οχτώ το βράδυ (το πρωί)
за час до... — μια ώρα πριν…
-
7 час
часм в разн. знач. ἡ ῶρα:который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο. -
8 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
9 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
10 пора
пора 1βλ. поры.пора 2-ы, αιτ. пору θ.1. καιρός•с той -ы από εκείνο τον καιρό•
минувшая пора το σύντομο παρελθόν•
пора лгобви ηλικία της αγάπης•
в зим-ную -у τον χειμώνα, χειμώνα-καιρό, χειμωνιάτικα•
пришла пора ήρθε ο καιρός•
ночною -ой τη νύχτα, νυχτιάτικα, νύκτωρ•
в дневную -у (κατά) την ημέρα.
|| εποχή•осенняя пора ο φθινοπωρινός καιρός, η φθινοπωρινή εποχή•
пора сева εποχή της σποράς•
пора жатвы εποχή του θέρου.
2. ως κατηγ. είναι καιρός (ώρα)•пора домой είναι ώρα για το σπίτι (να φύγω)-спать είναι ώρα για ύπνο.
εκφρ.в (самую) -у – ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα•в ту -у – εκείνο τον καιρό, τότε•в эту -у – αυτόν τον καιρό, τώρα•в (самой)поре – στον καιρό (του), στην ακμή (του)•до каких ή до которых пор – ως πότε•до сих пор ή до сих юр – ως τώρα, ως αυτήν την ώρα• ως εδώ, ως αυτό το μέρος•до тех пор – οσότου, ώσπου•на первых -ах – αρχικά, στην αρχή•на ту -у – εκείνο τον καιρό•о сю -у – παλ. ως τώρα•об эту -у – (απλ.) αυτόν τον καιρό ή την ώρα•с давних пор – απ τον παλαιό καιρό•с той -ы ή с тех пор – από εκείνο τον καιρό, από τότε•пора с этих пор – από τώρα, απ αυτή τη στιγμή•с некоторых пор – από κάποιον καιρό, από κάποτε, ποιος ξέρει από πότε. -
11 полчаса
полчаса η μισή ώρα· за \полчаса σε μισή ώρα· за \полчаса до... μισή ώρα πριν από...* * *η μισή ώραза по́лчаса — σε μισή ώρα
за по́лчаса до… — μισή ώρα πριν από…
-
12 время
врем||яс1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·2. (час, срок) ἡ ῶρα:сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·5. грам. ὁ χρόνος:настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ. -
13 пока
επίρ. κ. πρόθ.1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•
я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•
положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•
пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.
|| στο μεταξύ•вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.
|| τώρα, αυτή τη στιγμή•через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.
|| μέχρι τώρα•сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•
пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.
2. ενώ, όταν, τον καιρό που•я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.
|| εφόσον, καθόσον, όσο•пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•
куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•
пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.
|| μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.
εκφρ.(ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής. -
14 время
время с 1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. гром.) завтра в это \время αύριο τέτοια ώρα сколько \времяени? τι ώρα είναι; хорошо провести \время περνώ ευχάριστα τον καιρό 2) (период) η εποχή; времена года οι εποχές του χρόνου ◇ на \время για ορισμένο διάστημα, προσωρινά' в то \время как τον καιρό που; ενώ \время от \времяени πότε πότε со \времяенем με τον καιρό тем \времяенем στο μεταξύ* * *с1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. грам.)за́втра в э́то вре́мя — αύριο τέτοια ώρα
ско́лько вре́мени? — τι ώρα είναι
хорошо́ провести́ вре́мя — περνώ ευχάριστα τον καιρό
2) ( период) η εποχήвремена́ го́да — οι εποχές του χρόνου
••на вре́мя — για ορισμένο διάστημα, προσωρινά
в то вре́мя как — τον καιρό που; ενώ
вре́мя от вре́мени — πότε πότε
со вре́менем — με τον καιρό
тем вре́менем — στο μεταξύ
-
15 полчаса
-часа α. μισή ώρα, μισάωρο, ημίωρο•через полчаса μετά από μισή ώρα•
в полчаса добежал до дому σε μισή ώρα έφτασα τρέχοντας στο σπίτι•
около полчаса περίπου μισή ώρα•
полчаса уже пробило μισή ώρα πιά σήμανε (χτύπησε).
-
16 кстати
кстати 1. (уместно) ( ακριβώς) στην ώρα· прийти \кстати έρχομαι στην ώρα· вы пришли очень \кстати ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή 2. вводн. слово; где он, \кстати? πού είναι, αλήθεια, αυτός;* * *1.( уместно) (ακριβώς) στην ώραприйти́ кста́ти — έρχομαι στην ώρα
2.вы пришли́ о́ченькста́ти — ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή
вводн. Словогде он, кста́ти? — πού είναι, αλήθεια, αυτός
-
17 первый
первый πρώτος· \первый этаж το ισόγειο· \первый раз η πρώτη φορά· \первыйого числа στην πρώτη του μήνα· в \первыйом часу κατά τη μία η ώρα· половина \первыйого δώδεκα και μισή η ώρα· прийти \первыйым έρχομαι πρώτος* * *пе́рвый эта́ж — το ισόγειο
пе́рвый раз — η πρώτη φορά
пе́рвого числа́ — στην πρώτη του μήνα
в пе́рвом часу́ — κατά τη μία η ώρα
полови́на пе́рвого — δώδεκα και μισή η ώρα
прийти́ пе́рвым — έρχομαι πρώτος
-
18 пока
пока 1. наречет την ώρα ακόμη (еще)' \пока что για την ώρα* я этого \пока не знаю ακόμη δεν το ξέρω· побудьте \пока здесь μείνετε προς το παρόν εδώ 2. союз ενώ, όταν, ώσπου· \пока я разговаривал, он ушёл ενώ μιλούσα, αυτός έφυγε* * *1. нареч.пока́ что — για την ώρα
я э́того пока́ не зна́ю — ακόμη δεν το ξέρω
2. союзпобу́дьте пока́ здесь — μείνετε προς το παρόν εδώ
ενώ, όταν, ώσπουпока́ я разгова́ривал, он ушёл — ενώ μιλούσα, αυτός έφυγε
-
19 пока
пока1. союз ἐνῶ, ἰσαμε (в то время как)Ι ῶς πού, ἕως ὀτου (до тех пор):\пока ты пишешь, я почитаю ὅσο νά γράψεις, ἐγώ θά διαβάσω· подожди́ здесь, \пока я не приду́ περίμενε ἐδῶ ῶς πού νά ἔρθω· сделай это, \пока не поздно κάνε τό ὀσο εἶναι ἀκόμα καιρός· куй железо \пока горячо́ посл. στή βράση κολλάει τό σίδερο·2. нареч γιά τήν ῶρα (некоторое время)! προσωρινά (временно)! προς τό παρόν, ἐπί τοῦ παρόντος (в данный момент)/ ῶς τώρα (до сих пор):\пока ничего́ не известно ἐπί τοῦ παρόντος τίποτε δέν εἶναι γνωστό· ◊ \пока что γιά τήν ῶρα· \пока все γιά τήν ὠρα αὐτά εἶναι· \пока! γιά τήν ῶρα χαίρετε!, ἀντίο! -
20 пора
пор||а I ж1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:\пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.пора II ж ὁ πόρος.
См. также в других словарях:
ὥρα — ὥρᾱ , ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 3rd sg ὥρᾱ , ὥρα sura. fem nom/voc/acc dual ὥρᾱ , ὥρα sura. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρα — ὤρᾱ , ὤρα care fem nom/voc/acc dual ὤρᾱ , ὤρα care fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὤ̱ρᾱ , ὦρος sleep neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὥρα — Ὥρᾱ , Ὥρα fem nom/voc/acc dual Ὥρᾱ , Ὥρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρᾳ — ὤρᾱͅ , ὤρα care fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὥρᾳ — Ὥρᾱͅ , Ὥρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥρᾳ — ὥρᾱͅ , ὥρα sura. fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
ώρα — η 1. διάρκεια χρόνου που ισούται με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου: Κάλυψαν τηναπόσταση σε πέντε ώρες. 2. εποχή του έτους: Μας ήρθε ντυμένη καλοκαιρινά σε ώρα χειμώνα. 3. χρόνος, καιρός, κατάλληλη στιγμή: Ήρθες απάνω στην ώρα. 4. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὦρα — Ὦρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἆρα , ἆρα anxiety indeclform (interrog) ἆ̱ρα , αἴρω attach aor ind act 1st sg (doric aeolic) ὄρα , ὄρον implement… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)