-
61 πολυαύχενος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυαύχενος
-
62 v̀ydra
v̀ydra Grammatical information: f. ā Accent paradigm: a Proto-Slavic meaning: `otter'Russian:výdra `otter' [f ā]Czech:Slovak:Polish:Serbo-Croatian:vȉdra `otter' [f ā]Slovene:vȋdra `otter' [f ā]Bulgarian:vídra `otter' [f ā]Proto-Balto-Slavic reconstruction: úʔdraʔLithuanian:ū́dra `otter' [f ā]Old Prussian:wudro `otter'Indo-European reconstruction: ud-r-eh₂Other cognates: -
63 κλεψύδρα
κλεψ-ύδρα, ἡ, Wasseruhr, in welcher, wie bei den Sanduhren, das Wasser in einem enghalsigen Gefäße durch eine seine Öffnung am Boden rinnt, sich gleichsam heimlich durchstiehlt; oft erwähnt in Athen, wo nach der κλεψύδρα den Rednern die Zeit zum Sprechen zugemessen wurde. Bei Athen eine Quelle, deren Wasser zuweilen ausblieb -
64 ὀρσύδρα
ὀρσ-ύδρα, ἡ, Wasserröhre -
65 Hydra
subs.P. and V. ὕδρα, ἡ.proverb., cut off the heads of the Hydra: P. Ὕδραν τέμνειν (Plat., Rep. 426E).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hydra
См. также в других словарях:
ὕδρα — ὕδρᾱ , ὕδρα water serpent fem nom/voc/acc dual ὕδρᾱ , ὕδρα water serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… … Dictionary of Greek
ὕδρᾳ — ὕδραι , ὕδρα water serpent fem nom/voc pl ὕδρᾱͅ , ὕδρα water serpent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ύδρα — Sp Idrà Ap Ύδρα/Ydra L s. Egėjo j. ir mst. joje, PR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ύδρα — η 1. νησί κοντά στην αργολική χερσόνησο. 2. αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύδρα — η γένος μικρών Yδρόζωων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λερναία Ύδρα — Μυθολογικό τέρας. Βλ. λ. Λέρνα ή Λέρνη (Μυθολογία). «Ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα», άγαλμα από ελεφαντόδοντο του 17ου αι. (Museo degli Argenti, Φλωρεντία) … Dictionary of Greek
ὕδρας — ὕδρᾱς , ὕδρα water serpent fem acc pl ὕδρᾱς , ὕδρα water serpent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιαούλης, Ανδρέας — (Ύδρα 1769 – Αθήνα 1835). Ναύαρχος της Επανάστασης του 1821. Από μικρός ασχολήθηκε με ναυτικά επαγγέλματα, δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και στα δέκα έξι του έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος … Dictionary of Greek
ὕδραι — ὕδρα water serpent fem nom/voc pl ὕδρᾱͅ , ὕδρα water serpent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βούλγαρης, Γεώργιος — (Ύδρα 1769 – Αγκίστρι, Σαρωνικός 1812). Διοικητής της Ύδρας επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1802 12). Ο Κ. Σάθας τον χαρακτηρίζει ακέραιο και ανδρείο άντρα, που μόνο με την προσωπική του ικανότητα έγινε από απλός ναύτης κυβερνήτης της τουρκικής… … Dictionary of Greek