Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

όχι

  • 121 неправильно

    непра́вильн||о
    нареч
    1. (не по правилам) ἀντικανονικά [-ῶς], ἀνώμαλα·
    2. (неверно) ὄχι σωστά, λαθεμένα, λανθασμένα / ἐσφαλμένα [-ως], στραβά (ошибочно):
    \неправильно информировать δέν πληροφορώ σωστά· \неправильно истолковывать παρερμηνεύω, παρεξηγώ· \неправильно понимать παρανοώ, παρεξηγώ, παρεννοώ· \неправильно судить κρίνω λαθεμένα· \неправильно цитировать παραθέτω διαστρεβλωμένα· \неправильно произносить προφέρω λαθεμένα.

    Русско-новогреческий словарь > неправильно

  • 122 неправильный

    непра́вильн||ый
    прил - ἀνώμαλος, ἀντικανονικός, ἀκανόνιστος:
    \неправильныйые черты лица τά ἀκανόνιστα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    2. (неверный) ὄχι σωστός, λαθεμένος, στραβός / ἐσφαλ· μένος (ошибочный):
    \неправильныйое суждение ἡ λαθεμένη (или ἐσφαλμένη) κρίση· сделать \неправильныйый ход (в игре) κάνω λαθεμένη κίνηση· ◊ \неправильныйый глагол гран. τό ἀνὠμα-λο[ν] ρήμα· \неправильныйая дробь мат τό νόθον κλάσμα.

    Русско-новогреческий словарь > неправильный

  • 123 нерецко

    нерецк||о
    нареч ὄχι σπανίως, συχνά.

    Русско-новогреческий словарь > нерецко

  • 124 несвоевременно

    несвоевременн||о
    нареч ὄχι στήν ῶρα του, (παρ)ἄκαιρα, παρακαίρως, ἄτοπα:
    делать что́-л. \несвоевременно κάνω κάτι ἀκαιρα.

    Русско-новогреческий словарь > несвоевременно

  • 125 нечистый

    нечи́ст||ый
    1. прил ἀκάθαρτος, ρυπαρός, βρώμικος, λερωμένος:
    \нечистыйая совесть перен ὄχι καθαρή συνείδηση·
    2. прил (с примесью) νοθευμένος, ἀνακατεμένος:
    \нечистый цвет τό ἀνακατεμένο χρῶμα·
    3. прил (нечестный) ἀτιμος:
    \нечистыйое дело ἡ βρωμο-δουλειά· \нечистый на руку ἀπατεώνας, μπαγα-πόντης· ◊ \нечистыйая сила фольк. τό πονηρό πνεύμα, ὁ πονηρός, ὁ ἐξαποδῶ· \нечистый выговор ἡ μπερδεμένη προφορά, ἡ ἐλαττωματική προφορά·
    4. м фольк. ὁ διάβολος, ὁ ἐξαποδῶ.

    Русско-новогреческий словарь > нечистый

  • 126 нечуткий

    нечуткий
    прил ὄχι λεπτός, χωρίς λεπτότητα.

    Русско-новогреческий словарь > нечуткий

  • 127 неэкономный

    неэкономный
    прил ὄχι οἰκονομικός, πολυέξοδος.

    Русско-новогреческий словарь > неэкономный

  • 128 но

    но I
    1. союз ἀλλά, ὀμως, μά (в уступительном предложении пропускается):
    хотя и шел дождь, но мы выехали παρ· ὀλο πού ἐβρεχε, ἐμεϊς ἀναχωρήσαμε· здоров, но худ ὑγειής ἀλλά ἀδύνατος· не только..., но и... ὄχι μόνον, ἀλλά· но все-таки κι ὀμως, μολαταύτα, καί ὀμως·
    2. с:
    тут есть маленькое «но» ὑπάρχει ἐδῶ ἕνα μικρό «άλλά».
    но II
    межд (понукание) ἄϊντε, μπρος.

    Русско-новогреческий словарь > но

См. также в других словарях:

  • όχι — (μόριο) δηλώνει: α) άρνηση («όχι, δεν παίζω») β) απαγόρευση («όχι, μην πας εκεί») γ. (σε ποιητ. χρήση) όσο και αν, παρ ότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οὐχί. Το ο έχει προέλθει από συναίρεση τής φρ. ἐγώ οὐχί] …   Dictionary of Greek

  • όχι — αρν. επίρρ.: Όχι, δεν πάω πουθενά. – Θέλεις να φας; Όχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαθανατίζω — (όχι αποθανατίζω ή αποθανατώ), απαθανάτισα, απαθανατίστηκα, κάνω κάποιον αθάνατο, αιώνιο: Με τη νίκη στο Μαραθώνα απαθανατίστηκε ο Μιλτιάδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόνιμα — όχι προσωρινά, για μεγάλο διάστημα ή για πάντα: Δουλεύει μόνιμα στο υπουργείο Εξωτερικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»