-
1 бухта
-
2 бухта
I.(залив) о κολπίσκος, ο κόλπος, о όρμος.II.(круг сложенного витком каната, проволоки, троса и т.п.) η σπείραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бухта
-
3 губа
1. (зажимная) η σιαγών/σιαγόνα σύσφιξης 2. (мор) ο κόλπος, ο ορμός 3. (анат) το χείλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > губа
-
4 бухта
бухтаж ὁ ὀρμος, ὁ κολπίσκος. -
5 губа
губа Iж τό χείλος, τό χείλι:надуть гу́бы σουφρώνω τά χείλια, κατεβάζω τά μούτρα· ◊ у него губа не ду́ра погов. αὐτός ξέρει νά διαλέγει.губ||а IIж геогр. (залив) ὁ κόλπος, ὁ ὀρμος, ὁ κολπίσκος. -
6 бухта
[μπούχτα] ουσ. θ. όρμος -
7 бухта
[μπούχτα] ουσ θ όρμος -
8 бухта
-
9 губа
губа 1-ы, πλθ. губы, δοτ. -ам θ.1. το χείλος, χείλι•накрашенные -ы βαμμένα χείλη•
жать -ы σφίγγω τα χείλη.
2. πλθ. -ы τα σιαγόνια, οι δηκτήρες των διαφόρων λαβίδων.εκφρ.у него губа не дура – αυτός ξέρει να διαλέγει•не по твоим -ам – δεν είναι για σένα, για τα δόντια σου•по -ам помазать – (απλ.) γλυκαίνω (ερεθίζω) και δε δίνω•молоко на -ах не обсохло – το γάλα δε στέγνωσε ακόμα στα χείλη (είναι μικρός ακόμα).губа 2-ы θ.κόλπος, όρμος (βορ. θαλασσών).губа 3-ы θ. παλ., επαρχία. -
10 рейд
См. также в других словарях:
ὅρμος — cord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
Όρμος Αλμύρου — Sp Almỹro įlanka Ap Όρμος Αλμύρου/Ormos Almyrou L Egėjo j. prie Kretos, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
όρμος — ο μέρος της θάλασσας κατάλληλο για αγκυροβόλημα των πλοίων, αλλ. καραβοστάσι, το, αγκυροβόλι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Όρμος Αγίου Ιωάννη — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στη πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας … Dictionary of Greek
Όρμος Αθηνιός — Οικισμός (υψόμ. 8 μ.) της Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Αιγιάλης — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Αμοργού του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Λεμονιάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος … Dictionary of Greek
Όρμος Μαραθόκαμπου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Σάμου του νομού Σάμου … Dictionary of Greek
Όρμος Παναγίας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek