-
1 όρκος
[оркос] ουσ. а клятва, присяга.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > όρκος
-
2 клятва
клятва ж о όρκος* давать \клятвау ορκίζομαι* нарушать \клятвау πατώ όρκο* * *жο όρκοςдава́ть кля́тву — ορκίζομαι
наруша́ть кля́тву — πατώ όρκο
-
3 присяга
присяга ж о όρκος* приведение к \присягае η ορκοληψία·давать \присягау ορκίζομαι, δίνω όρκο* * *жο όρκοςприведе́ние к прися́ге — η ορκοληψία
дава́ть прися́гу — ορκίζομαι, δίνω όρκο
-
4 присяга
присяг||аж ὁ ὀρκος, ἡ ὁρκωμοσία:ложная \присяга ἡ ψευδορκία, ὁ ψεύτικος ὅρκος· приводить к \присягае ὁρκίζω, βάζω κάποιον νά ὁρκιστεί· давать \присягау ὁρκίζομαι, δίνω ὅρκο· под \присягаой μέ ὅρκο. -
5 клятва
-ы θ.1. όρκος•клятва в верности ή верности όρκος πίστης•
επιορκώ•взять -у с кого-н. βάζω κάποιον να ορκιστεί•
ложная клятва ψευδορκία.
2. παλ. κατάρα. -
6 присяга
-и θ.όρκος• ορκωμοσία ορκοδοσία•военная присяга στρατιωτικός όρκος•
нарушить -у αθετώ τον όρκο, επιορκώ•
принять -у ορκίζομαι•
ложная присяга ψευδορκία•
приводить к -е ορκίζω, βάζω να ορκιστεί•
говорить под -ой ορκίζομαι σ ό,τι ομιλώ•
под -ой με όρκο.
-
7 ключица
анат. η κλειςη κλείδατο κλειδοκόκκαλο. кляммера το στοιχείο στήριξης/σύσφιξης της οροφής. клятва ο όρκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ключица
-
8 клятва
клятв||аж ὁ ὀρκος, τό τάξιμο:\клятва в верности ὁ δρκος (πίστης)· ложная \клятва ἡ ψευδορκία1 брать с кого́-л. \клятвау βάζω κάποιον νά ὁρκιστεί· давать \клятвау παίρνω δρκο, δίδω δρκον нарушать \клятвау παραβαίνω τόν ορκο. -
9 зарок
[ζαρόκ] ουσ. α. όρκος -
10 клятва
[κλγιάτβα] ουσ. θ. όρκος -
11 зарок
[ζαρόκ] ουσ α όρκος -
12 клятва
[κλγιάτβα] ουσ θ όρκος -
13 божба
-ы θ.ο όρκος "μα το θεό". -
14 завет
-а α.1. (υψ. χφος) εντολή, υποθήκη•-ы ленина πολιτνκή διαθήκη του Λιένιν.
2. (όρκος, υπόσχεση)•ветхий завет Παλαιά Διαθήκη•
Новый завет Καινή Δαθήκη.
-
15 заклятие
-я ουδ.1. όρκος, υπόσχεση, τάξιμο.2. βλ. заклинание. -
16 зарок
-а α.όρκος•он дал зарок не пить αυτός ορκίστηκε να μη ξαναπιεί (οιν. ποτά)•
я взял с него, что он не будет курить τον έκανα να ορκιστεί οτι θα κόψει-το τσιγάρο•
он положил на себя зарок не играть в карты ορκίστηκε να μη ξαναπαίξει, χαρτιά.
-
17 крестный
επ.του σταυρού•-ое знамение, το σημείο του σταυρού•
-ое целование το φίλημα του σταυρού (σαν όρκος)•
крестный ход θρησκευτική πομπή (με σταυρούς και σημαίες εικόνες), λιτανεία•
с ними -ая сила παλ. ο Θεός μαζί μας (για φόβο)• μέγας είσαι Κύριε! μέγα τ όνομα σου Κύριε!
-
18 лопнуть
ρ.σ.1. σπάζω, κόβομαι, σχίζομαι• σκάζω•стакан -ул το ποτήρι έσπασε•
верв-ка -ла η τριχιά κόπηκε•
шина -ла το λάστιχο έσκασε.
2. βλ. лопаться (1,2,3 σημ.).εκφρ.терпение -ло – η υπομονή εξαντλήθηκε•со смеху σκάζω από τα γέλια•лопнуть со злости – σκάζω από το κακό•лопнуть от гнева – σκάζω από το θυμό•лопнуть от злобы – σκάζω από την κακία•лопнуть от зависти – σκάζω από τη ζήλεια•лопни (мой) глаза – (όρκος) να μου βγούνε τα μάτια•хоть лопни – (για μάταιες προσπάθειες) βρε να σκάσεις. -
19 нерушимый
επ., βρ: -шим, -а, -оακατάλυτος, απαράβατος άφθαρτος•-ая дружба ακατάλυτη φιλία•
-ая клятва απαράβατος όρκος.
|| απόλυτος•-ая тишина απόλυτη ησυχία.
-
20 несдержанный
επ.,• βρ: -жан, -жанна, -о1. ακράτητος, παραβιασμένος•-ая клятва ακράτητος όρκος•
-ое обещание ατήρητη υπόσχεση.
2. αχαλίνωτος, ακάθεκτος, ορμητικός, βίαιος. || άθελος, ακούσιος. || απότομος, οξύθυμος, αψίθυμος, ευόργητος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὅρκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκος — the object by which one swears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
όρκος — ο 1. βεβαίωση, υπόσχεση με μάρτυρα το Θεό ή κάποιο ιερό πρόσωπο: Όρκος του δημοσίου υπαλλήλου. 2. φρ., «Κάνω όρκο», ορκίζομαι· «Πατώ όρκο», παραβαίνω κάτι που υποσχέθηκα με όρκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅρκοι — Ὅρκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοι — ὅρκος the object by which one swears masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκοις — Ὅρκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοις — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκοισι — Ὅρκος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκοισι — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)