Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

όλοι+οι

  • 41 дружно

    дру́жн||о
    нареч
    1. ἀγαπημένα, φιλι-κά [-ῶς], ἀρμονικά [-ῶς], συσπειρωμένα:
    жить \дружно ζῶ ἀγαπημένα· работать \дружно ἐργάζομαι μέ σύμπνοια·
    2. (согласованно, одновременно) ὁμόφωνα, ὁμόθυμα, ὅλοι μαζί, ἀπό κοινού.

    Русско-новогреческий словарь > дружно

  • 42 желающий

    желающ||ий
    1. прич. от желать·
    2. м ὁ ἐπιθυμῶν, αὐτός πού θέλει:
    все \желающийне οἱ ἐπιθυμούντες, ὅλοι ὀσοι θέλουν.

    Русско-новогреческий словарь > желающий

  • 43 заговорить

    заговор||и́ть
    сов
    1. (начать говорить) ἀρχίζω νά (ό)μιλῶ, ἀρχίζω τήν κουβέντα:
    все \заговоритьи́ли сразу ἄρχισαν νά μιλοῦν ὅλοι Ιιαζί·
    2. (утомить разговором) разг «κοτίζω, ζαλίζω μέ τις κουβέντες:
    \заговорить со-(еседника ζαλίζω τό συνομιλητή μου· ◊ ι нем \заговоритьи́ла совесть ξύπνησε τό φιλό-τιμό του.

    Русско-новогреческий словарь > заговорить

  • 44 замести

    заме||сти́
    сов см. заметать Г \заместило́ все дороги безл σκεπάστηκαν ὅλοι οἱ δρόμοι ἀπό χιόνι.

    Русско-новогреческий словарь > замести

  • 45 изъятие

    изъят||ие
    с
    1. ἡ ἀφαίρεση [-ις], ἡ ἄρση[-ις], τό βγάλσιμο, ἡ κατάσχεση [-ις] / ἡ ἀπομάκρυνση [-ις], ἡ μετατόπιση [-ις] (удаление):
    \изъятие из. обращения ἡ ἄρση ἀπό τήν κυκλοφορία·
    2. (исключение) ἡ ἐξαί-ρεση [-ις]:
    все без \изъятиеия ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση.

    Русско-новогреческий словарь > изъятие

  • 46 именно

    именно
    частица
    1. συγκεκριμένα:
    пришли́ все, а \именно·... ἡρθαν ὅλοι καί συγκεκριμένα...·
    2. (в смысле «то есть*) ἀκριβώς, δηλαδή, τουτέστι·
    3. (в смысле «как раз») ἀκριβώς:
    \именно так ἀκριβώς, ἔτσι ἀκριβώς· тебя \именно здесь не хватает ἐσύ μᾶς ἐλειπες· сколько \именно? πόσο ἀκριβώς· кто \именно? ποιος συγκεκριμμένα;, ποιος ἀκριβώς;· ◊ вот \именноΙ ἀκριβως!, αὐτό θἄ λεγα καΓ γώ.

    Русско-новогреческий словарь > именно

  • 47 каждый

    кажд||ый
    1. мест. κάθε, ἔκαστος:
    \каждый день κάθε μέρα· \каждыйые пять дней κάθε πέντε μέρες· на \каждыйом шагу́ σέ κάθε βήμα·
    2. м ὁ καθένας, ὁ καθείς:
    \каждый его знает ὁ καθένας τόν ξέρει, ὀλοι τόν ξέρουν.

    Русско-новогреческий словарь > каждый

  • 48 малое

    мал||ое
    с τό λίγο:
    без \малоеого... σχεδόν, περίπου...· самое \малоеое τό ὁλιγώτερο· довольствоваться \малоеым εἶμαι ὁλιγαρκής· ◊ с \малоеых лет ἀπό τά μικρά μου χρόνια, ἀπό τά μικράτα μου· мал, да удал погов. μικρός, ἀλλά θαυματουργός· от \малоеа до велика μικροί καί μεγάλοι, ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση· мал \малоеа меньше разг ὁ ἔνας πιό μικρός ἀπ' τόν ἀλλο.
    малый II
    м разг τό ἀγόρι, τό παιδί, τό παλληκάρι:
    славный \малое ὁ λεβέντης·, он \малое не промах εἶναι διαβόλου κάλτσα.

    Русско-новогреческий словарь > малое

  • 49 поголовно

    поголо́вн||о
    нареч:
    все \поголовно ὀλοι δίχως ἐξαίρεση, ἀπαξάπαντες.

    Русско-новогреческий словарь > поголовно

  • 50 поровну

    поровну
    нареч σέ ἰσια μερίδια, ἐξ ἰσου, σέ ἰσες μερίδες:
    разделить \поровну διαιρώ, χωρίζω σέ ἰσια μερίδια· все получили \поровну ὀλοι πήραν ἐξ ἰσου.

    Русско-новогреческий словарь > поровну

  • 51 пропадать

    пропада́||ть
    несов в разн. знач. χάνομαι, γίνομαι ἄφαντος / ἐξαφανίζομαι (исчезать)! σβήνω (о чувствах и т. п.):
    у меня \пропадатьет охо́та говорить с ви́ми χάνω κάθε διάθεση νά μιλώ μαζί σας· где ты \пропадатьешь? ποῦ χάθηκες;· все мой труды \пропадатьют даром ὅλοι οἱ κόποι μου πάνε χαμένοι.

    Русско-новогреческий словарь > пропадать

  • 52 расходиться

    расходиться
    несов
    1. (уходить) φεύγω, ἀπέρχομαι/ σκορπίζω, διαλύομαι (в разные стороны):
    гости расходятся οἱ ἐπισκέπτες φεύγουν все расходятся по домам ὅλοι πηγαίνουν στά σπίτια τους· разойдись! воен. τους ζυγούς λύσατε!, διαλυθήτε!· тучи расходятся τά σύννεφα διαλύονται·
    2. (о слухах, вестях) διαδίδομαι, κυκλοφορώ (άμετ.)·
    3. (расставаться) χωρίζω (άμετ.):
    они расходятся друзьями χωρίζουν σάν φίλοι·
    4. (в чем-л.) διαφωνώ, δεν συμφωνώ, διχάζομαι:
    \расходиться во мнениях с кем-л. οἱ γνώμες (μας) διχάζονται, διαφωνοῦμε·
    5. (быть истраченным, распродаваться) ἐξαν-τλοῦμαι, ©ξοδεύομαι, πουλιέμαι:
    деньги быстро расходятся τά λεφτά ξοδεύονται γρήγορα· книги хорошо расходятся τά βιβλία πουλιοῦνται καλά·
    6. (растворяться) διαλύομαι/ λυώνω (таять, топиться)·
    7. (о лучах) ἀποκλίνω·
    8. (о дороге) διχάζομαι, χωρίζομαι στά δύο:
    9. (вовсю) μέ πιάνει τό γλυκύ μου, μέ πιάνουν τά μπουρίνια μου (в гневе и т. п.) I μοῦ ἐρχεται τό κέφι (развеселиться)· ◊ у него слова никогда не расходятся с делом о( πράξεις του ποτέ δέν ἐρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά λόγια του.

    Русско-новогреческий словарь > расходиться

  • 53 сбор

    сбор
    м
    1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):
    \сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·
    2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):
    \сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·
    3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:
    почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·
    4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·
    5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·
    6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:
    долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο.

    Русско-новогреческий словарь > сбор

  • 54 смотреть

    смотр||еть
    несов
    1. κυττάζω, βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ:
    \смотреть пристально κυττάζω προσεκτικά, ἀσκαρδαμυκτί· \смотреть в упор κυττάζω κατάματα· \смотреть украдкой κρυφο-κυττάζω· \смотреть благосклонно βλέπω μέ καλό μάτι, καλοβλέπω· \смотреть с удивлением βλέπω μέ περιέργεια· \смотреть с уважением, \смотреть с почтительностью σέβομαι· \смотреть косо στρα-βοκυττάζω·
    2. (осматривать \смотреть о враче) ἐξετάζω·
    3. (фильм, спектакль и т. п.) βλέπω·
    4. (присматривать за кем-л., за чем-л.) разг προσέχω, ἐπιβλέπω:
    \смотреть за порядком προσέχω τήν τάξη·
    5. (считать кем-л., чем-л.) разг θεωρώ, βλέπω:
    все \смотретьят на него́ как на чудака ὅλοι τόν θεωροῦν παράξενο· как вы на это \смотретьите? πῶς τό βλέπετε;·
    6. (быть обращенным куда-л.) βλέπω:
    окна \смотретьят на улицу τά παράθυρα βλέπουν στον δρόμο· ◊ \смотретьйте не опоздайте! κυτάξτε μην ἀργήσετε!· \смотреть в оба ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· \смотреть сквозь пальцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· \смотретья по... ἐξαρτάται ἀπό...· \смотретья как... ἐξαρτάται πῶς...· \смотретья когда... ἐξαρτάται πότε...

    Русско-новогреческий словарь > смотреть

  • 55 стесництьться

    стесни́цть||ться
    1. (сдвинуться) στριμώχνομαι:
    все \стесництьтьсялись у двери ὅλοι στριμώχθηκαν μπροστά στήν πόρτα·
    2. (ограничить себя в чем-л.) κάνω οίκονομία σφίγγομαι:
    накопились долги, пришлось \стесництьтьсяться μαζεύτηκαν πολλά χρέη, χρειάστηκε νά κάνουμε οίκονομία·
    3. (о дыхании и т. ἡ.) πιάνομαι:
    у него́ \стесництьтьсялось дыхание πιάστηκε ἡ ἀναπνοή гои.

    Русско-новогреческий словарь > стесництьться

  • 56 таков

    таков
    (такова, таково́, мн. таковы) мест. τέτοιος, τοιοῦτος:
    я не \таков ἐγώ δέν εἶμαι ἀπ' αὐτούς· \таковό наше мнение αὐτή εἶναι ἡ γνώμη μας· все они \таковώ τέτοιοι εἶναι ὅλοι τους· \таковώ факты ἔτσι ἔχουν τά γεγονότα· ◊ и был \таков разг ἀπό δῶ πδν κι οἱ ἀλλοι.

    Русско-новогреческий словарь > таков

  • 57 тесто

    тест||о
    с ἡ ζύμη, τό ζυμάρι:
    сдобное \тесто ζυμάρι μέ βούτυρο· слоеное \тесто τό φυλ-λωτό ζυμάρι· месить \тесто ζυμώνω· ◊ все они́ из одного́ \тестоа ὅλοι τους εἶναι ἀπό μιά πάστα, τοῦ ἰδιου φυράματος.

    Русско-новогреческий словарь > тесто

  • 58 толпой

    толпой
    нареч ὅλοι μαζύ.

    Русско-новогреческий словарь > толпой

  • 59 уважаемый

    уваж||а́емый
    прил σεβαστός, ἀξιότιμος:
    \уважаемый това́рищ! ἀξιότιμε σύντροφε!· всеми \уважаемый человек ἄνθρωπος πού τόν σέβονται ὀλοι.

    Русско-новогреческий словарь > уважаемый

  • 60 хор

    хор
    м ἡ χορωδία, ὁ χορός, τό κόρο:
    петь \хором τραγουδούμε ὅλοι μαζί· всем \хором перен ἐν χορῶ, ὁμοφώνως.

    Русско-новогреческий словарь > хор

См. также в других словарях:

  • ὄλοι' — ὄλοιο , ὄλλυμι destroy aor opt mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλοι — ὅλοξ masc nom/voc pl ὅλος whole masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»