Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

όλα+αυτά

  • 21 всё-таки

    [φσιό-τακι] σύνδ παρ’ όλα αυτά

    Русско-эллинский словарь > всё-таки

  • 22 несущественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о; μη ουσιώδης-
    επουσιώδης, ασήμαντος•

    всё это -о όλα αυτά είναι επουσιώδη•

    -ое различие ασήμαντη διαφορά.

    Большой русско-греческий словарь > несущественный

  • 23 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 24 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 25 ход

    ход
    м
    1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):
    \ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·
    2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:
    \ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων
    3. (вход, проход) ἡ είσοδος:
    парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·
    4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):
    ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια

    Русско-новогреческий словарь > ход

  • 26 всё

    επίρ.
    1. πάντοτε, παντοτινά, πάντα, διαρκώς, όλον τον καιρό•

    он всё занят αυτός πάντοτε είναι απασχολημένος.

    2. μέχρι τώρα, και τώρα•

    он всё ещё болен και τώρα ακόμα άρρωστος είναι.

    3. μόνο, αποκλειστικά• ακριβώς•

    это всё вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς.

    4. όλο και, επί μάλλον και μάλλον•

    погода всё лучше и лучше ο καιρός όλο και καλυτερεύει•

    всё более и более όλο και πιο πολύ.

    5. όμως, εν τούτοις, αλλά•

    как ни старается всё не выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τίποτε (άκαρπες προσπάθειες).

    εκφρ.
    всё жκ. всё же παρ’ όλ’ αυτά, εν τούτοις, όμως.

    Большой русско-греческий словарь > всё

  • 27 такой

    αντων.
    1. τέτοιος•

    такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•

    я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που

    αλλάζω τη γνώμη μου•

    до такой степени σε τέτοιο βαθμό•

    нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•

    точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•

    -ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•

    в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.

    2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•

    кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•

    кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.

    || σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.
    3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•

    мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.

    εκφρ.
    - им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•
    в -ом случаеκ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•
    и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•
    что -ое – τι είναι ή τι θα πει•
    что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•
    что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•
    что же (ж) -оеκ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ).

    Большой русско-греческий словарь > такой

См. также в других словарях:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»