-
21 ακουκούλ(λ)ωτος
η, ο1) не носящий капюшона; 2) с непокрытой головой; 3) раскрытый;κοιμάται και το χειμώνα ακουκούλ(λ)ωτος — он и зимой спит раскрытым
-
22 ασέλ(λ)ωτος
η, ο без седла -
23 ασέλ(λ)ωτος
η, ο без седла -
24 αφακέλ(λ)ωτος
η, ο [ος, ον ]1) не вложенный в конверт, папку и т. п.; 2) не внесённый в досье тайной полиции -
25 αφακέλ(λ)ωτος
η, ο [ος, ον ]1) не вложенный в конверт, папку и т. п.; 2) не внесённый в досье тайной полиции -
26 καγκελ(λ)ωτός
η, ό1) обнесённый решёткой, оградой, перилами; огороженный; 2) решётчатый -
27 καγκελ(λ)ωτός
η, ό1) обнесённый решёткой, оградой, перилами; огороженный; 2) решётчатый -
28 φλοκ(κ)ωτός
η, ό см. φλοκ(κ)ιαστός -
29 φλοκ(κ)ωτός
η, ό см. φλοκ(κ)ιαστός -
30 ἔρως,-ωτος
+ ὁ N 3 0-0-0-2-0=2 Prv 7,18; 30,16love (between the sexes)Cf. BARR 1987, 3-18; SWINN 1990, 51-52; →NIDNTT -
31 ἱδρώς,-ῶτος
+ ὁ N 3 1-0-0-0-2=3 Gn 3,19; 2 Mc 2,26; 4 Mc 7,8 -
32 κατάγελως,-ωτος
ὁ N 3 0-0-0-1-3=4 Ps 43(44),14; TobS 8,10; 1 Mc 10,70; PSal 4,7derision PSal 4,7; laughing stock Ps 43 (44),14Cf. CAIRD 1976, 81 -
33 μονόκερως,-ωτος
ὁN 3 3-0-0-5-0=8 Nm 23,22; 24,8; Dt 33,17; Ps 21(22),22; 28(29),6unicorn (stereotypical rendition of ראים, ראם, רים) Nm 23,22*Ps 77(78),69 ὡς μονοκερώτων as (the place) of unicorns-ִמים (א)־רוֹמכְּheights or like the high heavens (ִמים ְמרֹ כִּ)?for MT ִמים ־רוֹמכְּCf. CAIRD 1969=1972 134-135; DOGNIEZ 1992, 350; SCHAPER 1994, 117-136; →LSJ RSuppl -
34 οὖς, ὠτός
+ τό N 3 27-36-50-53-24=190 Gn 20,8; 23,13.16; 35,4; 50,4ear Ex 29,20εἰσελεύσεται εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ it will come to his ears Ps 17(18),7; ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν in your hearing Dt 5,1; τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν they were hard of hearing, they were slow to comprehend Is 6,10; δὸς εἰς τὰ ὤτα Ἰησοῖ speak in the ears of Joshua, recite (this) in the hearing of Joshua Ex 17,14Cf. SHIPP 1979, 425; →TWNT -
35 αεριόφως
(-ωτος) см. αεριόφωτο[ν] -
36 αλιόφως
(-ωτος) τό фонарь для подсвета (при ловле рыбы) -
37 γέλως
(-ωτος) ο смех;σαρδόνιος γέλως — саркастический смех;
εκρήγνυμαι εις γέλωτα(ς) — разражаться смехом;
κινώ ( — или προκαλώ) τον γέλωτα — а) вызывать смех (у кого-л.), смешить (кого-л.); — б) становиться смешным (для кого-л.)
-
38 δακρύγελως
(-ωτος) ο смех и слёзы, смех сквозь слёзы -
39 διεστώς
(-ώτος), ώσα, ως несогласный, находящийся в разногласии;τα διεστώτα — разногласие;
συμβιβάζω τα διεστώτα — уладить спор
-
40 είλως
(-ωτος), είλωτας ο1) ист. илот; 2) перен. раб
См. также в других словарях:
Ὦτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… … Dictionary of Greek
ωτός — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ὁ, Α βλ. ώτος … Dictionary of Greek
ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] … Dictionary of Greek
πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] … Dictionary of Greek