-
1 ώρος
ἄρος, ἄροςuse: neut nom /voc /acc sgἄρος, ἀρόωplough: pres ind act 2nd sg——————ὦροςsleep: neut nom /voc /acc sg——————ὧροςa year: masc nom sg -
2 Ώρος
-
3 Ωρος
-
4 Ωρος...
Ὦρος...Ὧρος, Ὦροςὅ Гор (сын Осириса и Исиды, египетский бог) Her., Plut., Luc. -
5 ὦρος
ὦρος (A), ὁ,------------------------------------------------------------------------A a year, Euph.58, Plu.2.677e, D.S.1.26, Ath.10.423e. -
6 ὧρος
-
7 ὦρος
-
8 ὦρος
-
9 ὦρος [2]
-
10 ὧρος
ὧρος, ὁ, 1) die Zeit, Jahreszeit, bes. das Jahr, Hippocr. u. Sp.; τοὺς ἐνιαυτοὺς ἀρχαϊκῶς ὥρους λέγεσϑαι Plut. Symp. 5, 4,1. – 2) im plur. die Jahrbücher, Annalen, Luc. macrob. 14 u. a. Sp.; vgl. Coray Heliod. p. 314.
-
11 Ὦρος
Ὦρος: a Greek, slain by Hector, Il. 11.303†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ὦρος
-
12 ὧρος
-
13 ωρος
-
14 ὤρος
Βλ. λ. ώρος -
15 ὦρος
Βλ. λ. ώρος -
16 ὧρος
Βλ. λ. ώρος -
17 Ὦρος
Βλ. λ. Ώρος -
18 Ὧρος
Βλ. λ. Ώρος -
19 εὐθύ-ωρος
εὐθύ-ωρος ( ὥρα, od. ist ωρος ein bloßes Suffixum?), wohl nur im neutr. εὐϑύωρον, das, adverbial gebraucht, von den VLL, κατ' εὐϑεῖαν erkl., auch εὐϑυωρόν accentuirt wird, geradeaus, geradezu, οὐδ' ἀπέκλινε – ἀλλ' εὐϑύωρον ἄγων Xen. An. 2, 2, 16, wie Ael. H. A. 11, 16 u. Sp., die es auch von der Zeit = "auf der Stelle" brauchen.
-
20 ἄ-ωρος [2]
См. также в других словарях:
Ὦρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρος — sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὧρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρος — a year masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
Ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
ὤρος — ἄρος , ἄρος use neut nom/voc/acc sg ἄρος , ἀρόω plough pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δόκτωρ — ( ωρος και ορος) και δόκτορας και δόχτορας, ο (θηλ. δόκτωρ και δοκτορέσσα, η) 1. διδάκτορας 2. γιατρός, ντοτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. docteur, αγγλ. doctor < λατ. doctor < docēre «διδάσκω»)] … Dictionary of Greek
πέλωρ — ωρος, τὸ, Α (με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο… … Dictionary of Greek
πνευματοκλήτωρ — ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τόν επιφοιτήσει, να τού προσφέρει τη χάρη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κλήτωρ (< καλῶ)] … Dictionary of Greek