-
1 ωρεία
-
2 ωρεία
-
3 ὠρείᾳ
-
4 ώρεια
-
5 ὤρεια
-
6 ὠρεῖα
Βλ. λ. ωρεία -
7 ὡρεῖα
Βλ. λ. ωρεία -
8 πρυμν-ώρεια
πρυμν-ώρεια, ἡ, der äußerste oder unterste Theil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ πολυπίδακος Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης.
-
9 παρ-ωρεία
-
10 κρημν-ώρεια
κρημν-ώρεια, ἡ, jäher Bergabhang, wie ἀκρώρεια gebildet, Hdn. epimer. p. 232.
-
11 κλεισ-ώρεια
κλεισ-ώρεια, ἡ, Bergverschluß, enger Gebirgspaß, Suid.
-
12 εὐθυ-ώρεια
εὐθυ-ώρεια, ἡ, = εὐϑυωρία, Tab. Heracl.
-
13 θυρ-ωρεία
θυρ-ωρεία, ἡ, das Amt des Thürhüters, K. S.
-
14 ἀκρ-ώρεια
-
15 ὑπ-ώρεια
ὑπ-ώρεια, ἡ, ion. ὑπωρέη, die Gegend unten am Berge, der Fuß des Gebirges, Il. 20, 218; Her. hat die ion. Form 2, 158. 7, 199. 9, 19, und, wenn die Lesart richtig ist, auch ὑπώρεα, 4, 23; plur. ὑπώρεαι 1, 110. 7, 129; gew. steht ein noch näher die Lage bestimmender gen. dabei, οὔρεος, οὐρέων, Κιϑαιρῶνος; Ggstz ἀκρώρεια, Plat. Legg. III, 680 e; Pol. 1, 77, 3 u. Sp., wie Luc. Tim. 7.
-
16 ακρωρεια
-
17 παρωρεια
-
18 πρυμνωρεια
-
19 υπωρεια
ион. ὑπωρέη ἥ [ὄρος] тж. pl. предгорье(Ἴδης Hom.; τοῦ Κιθαιρῶνος Her.; ἐν ταῖς ὑπωρείας Plat.)
-
20 κρημνώρεια
κρημν-ώρεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρημνώρεια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ώρεια — Α (κατά τον Ησύχ.) «φυλακτήρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τής λ. ὠρεῖον] … Dictionary of Greek
ὠρεῖα — ὠρεῖον guard house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρείᾳ — ἀρείᾱͅ , ἄρειος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρεῖα — ὡρεῖον horreum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρεια — ἄρεια , ἄρειος neut nom/voc/acc pl ἄρεια , ἄρειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρώρεια — η, ΝΜΑ περιοχή στις πλαγιές τού όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώρεια (< ὄρος), πρβλ. ακρ ώρεια, υπ ώρεια. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
κλεισώρεια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 88 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 79 χλμ. Δ της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (Μ κλεισώρεια) στενή διάβαση μεταξύ δύο βουνών,… … Dictionary of Greek
κρημνώρεια — η (Α κρημνώρεια) κρημνώδης πλευρά όρους ή λόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ώρεια (< ὄρος). Το ω προέρχεται από τη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρ ώρεια)] … Dictionary of Greek
πρυμνώρεια — ἡ, Α το κατώτατο τμήμα ενός βουνού, οι πρόποδές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + ώρεια (< ὄρος), μέσω ενός αμάρτυρου *πρυμνώρης (πρβλ. κρημν ώρεια). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
υπώρεια — η / ὑπώρεια, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπώρεα Α οι πρόποδες, τα ριζά βουνού («οἰκέουσι ὑπώρεαν οὐρέων ὑψηλῶν», Ηρόδ.) νεοελλ. (κυρίως στον πληθ.) οι υπώρειες (γεωμορφ.) το τμήμα τών πεδιάδων ή τών λόφων που βρίσκεται στους πρόποδες ενός ορεινού όγκου και… … Dictionary of Greek