-
1 ωνία
ὠνίᾱ, ὤνιοςto be bought: fem nom /voc /acc dualὠνίᾱ, ὤνιοςto be bought: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ὠνία
ὠνίᾱ, ὤνιοςto be bought: fem nom /voc /acc dualὠνίᾱ, ὤνιοςto be bought: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ώνια
-
4 ὤνια
-
5 σκαμ(μ)ωνία
Grammatical information: f.Meaning: `kind of scammony, Convulvulus scammonia' (Eub., Arist.)Other forms: Also ἀσκαμωνία (Gp.)Derivatives: - ώνιον (Nic. Al. 565) `juice of this plant', -νῑ́της οἶνος (Dsc., Plin.), also κάμων (Nic. Al. 484).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.See also: (Not to κύμῑνον.)Page in Frisk: 2,717Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκαμ(μ)ωνία
-
6 Ποσειδαωνίας
Ποσειδᾱωνίᾱς, Ποσειδώνιοςsacred to Poseidon: fem acc plΠοσειδᾱωνίᾱς, Ποσειδώνιοςsacred to Poseidon: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ωνίαν
-
8 ὠνίαν
-
9 βοωνία
-
10 βρυωνία
βρῠ-ωνία, ἡ, prop.A = ἄμπελος μέλαινα, Dsc.4.183; also, = ἄμπελος λευκή, bryony, ib.182, cf. Gal.11.827; β. ἀγρία, = χαμαίπιτυς, Ps.-Dsc.3.158; β., φύλλον, ib.125.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυωνία
-
11 δημοσιωνία
δημοσι-ωνία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοσιωνία
-
12 εὐοψωνία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐοψωνία
-
13 καρπωνία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπωνία
-
14 κρινωνιά
κρῐν-ωνιά, ἡ, prop.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρινωνιά
-
15 κτηματωνία
κτηματ-ωνία, ἡ,A purchase of properties, Supp.Epigr.2.580.12 (Teos, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηματωνία
-
16 λυρωνία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρωνία
-
17 μυωνιά
A = μυωξία, as a term of reproach for a lewd woman, Epicr.9.4. -
18 ξυλωνία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλωνία
-
19 ξυνωνία
ξῡν-ωνία, ἡ,A = κοινωνία, partnership, fellowship,ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν Archil.86
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυνωνία
-
20 παντώνια
παντ-ώνια· παντοδαπά, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντώνια
См. также в других словарях:
ὠνία — ὠνίᾱ , ὤνιος to be bought fem nom/voc/acc dual ὠνίᾱ , ὤνιος to be bought fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνια — ὤνιος to be bought neut nom/voc/acc pl ὤνιος to be bought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαμ(μ)ωνία — η, ΝΑ ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την… … Dictionary of Greek
ὠνίαν — ὠνίᾱν , ὤνιος to be bought fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργωνία — ἐργωνία, ἡ (Α) εργολαβία, εργοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + ωνία (< ώνιος < ωνούμαι «αγοράζω»). Πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
ιππωνία — η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη) η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό αρχ. φόρος για την πώληση ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ωνία (< ώνης < ὠνοῡμαι), πρβλ. βο ωνία, ελαι ωνία] … Dictionary of Greek
ισωνία — ἰσωνία, ἡ (Α) αρχική τιμή, τιμή κόστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
λινωνία — λινωνία, ἡ (Α) αγορά λίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ωνία (< ώνιος < ὠνοῦμαι), πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
λυρωνία — λυρωνία, ἡ (Α) αγορά λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ωνία (< ὤνιος < ὠνέομαι «αγοράζω), πρβλ. ιερ ωνία, ισ ωνία] … Dictionary of Greek
νεωνία — νεωνία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οὕτω τις τῶν ἐλαιῶν ὠνομάζετο». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το ρ. νέω (Ι) «κολυμπώ» κατά τα παράγωγα σε ωνία (πρβλ. ιππ ωνία, λιν ωνία)] … Dictionary of Greek
χαριστωνία — ἡ, Α αγορά από εύνοια, χαριστική αγορά («μὴ πρόσαγε μήθ ὑπόληψιν χαριστωνίας θεοῖς ὅτι ταῦτα πράττεις», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι (πρβλ. χαριστικός) + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἰσ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek