-
1 ψωμός
ψωμόςmorsel: masc nom sg -
2 ψωμός
-
3 ψωμός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ψωμός
-
4 ψωμός
-οῦ ὁ N 2 0-3-0-9-0=12 JgsB 19,5; 1 Sm 28,22; 1 Kgs 17,11; Ps 147,6 (147,17); Jb 22,7morsel, bitCf. SHIPP 1979, 583 -
5 ψωμοί
ψωμόςmorsel: masc nom /voc pl -
6 ψωμούς
ψωμόςmorsel: masc acc pl -
7 ψωμόν
ψωμόςmorsel: masc acc sg -
8 ψωμίον
ψωμίον, ου, τό (ψωμός ‘morsel’; since PTebt 33, 14 [112 B.C.]; also PFay 119, 34; POxy 1071, 5 al. pap; M. Ant. 7, 3, 1; Diog. L. 6, 37) dim. of ψωμός (Hom. et al.; Epict. 1, 26, 16; 1, 27, 18; LXX) (small) piece/bit of bread J 13:26ab, 27, 30 (cp. Mod. Gk. γωμί ‘bread’).—PKretschmer, Brot u. Wein im Neugriech.: Glotta 15, 1926, 60ff.—B. 357. DELG s.v. *ψήω. Frisk s.v. ψῆν. M-M. -
9 ψωμοίς
-
10 ψωμοῖς
-
11 ψωμοίσι
-
12 ψωμοῖσι
-
13 ψωμού
-
14 ψωμοῦ
-
15 ψωμώ
-
16 ψωμῷ
-
17 ψωμών
-
18 ψωμῶν
-
19 βλωμός
βλωμ-ός, ὁ,A = ψωμός, morsel of bread, Call.Fr. 240; cf. ὀκτάβλωμος: —[var] Dim. [suff] βλωμ-ίδιον, τό, Eust.1817.55: [full] βλωμιαῖοι ἄρτοι prob. l. in Philem.Gloss. ap. Ath.<*>. 114e.II βλωμοί· στραβοί, Hsch. -
20 πύρνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψωμός — morsel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμός — ὁ, ΜΑ 1. μπουκιά ψωμιού 2. (κατ* επέκτ.) μικρή ποσότητα ενός πράγματος αρχ. 1. (κατ επέκτ.) μπουκιά φαγητού 2. (γενικά) άρτος, ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω*. / ψῆν «τρίβω», με έρρινο επίθημα… … Dictionary of Greek
ψωμοῖς — ψωμός morsel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμοῖσι — ψωμός morsel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμοί — ψωμός morsel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμοῦ — ψωμός morsel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμούς — ψωμός morsel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμῶν — ψωμός morsel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμῷ — ψωμός morsel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμόν — ψωμός morsel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek