-
1 ψωλος
ὁ подвергшийся обрезанию Arph.
См. также в других словарях:
ψωλός — with the prepuce drawn back masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωλός — ή, όν, Α αυτός τού οποίου το πέος είναι σε στύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω* / ψῆν «τρίβω», με επίθημα λός (πρβλ. τραυ λός)] … Dictionary of Greek
ψωλοί — ψωλός with the prepuce drawn back masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωλόν — ψωλός with the prepuce drawn back masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποψωλώ — ἀποψωλῶ ( έω) (Α) [ψωλός] 1. γυμνώνω τη βάλανο του ανδρικού οργάνου 2. (μτχ.) ἀπεψωλημένος ασελγής, ακόλαστος … Dictionary of Greek
ψωλή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψωλά Α το πέος σε στύση νεοελλ. (γενικά) το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αρχ. επιθ. ψωλός*] … Dictionary of Greek