Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ψωλός

См. также в других словарях:

  • ψωλός — with the prepuce drawn back masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωλός — ή, όν, Α αυτός τού οποίου το πέος είναι σε στύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω* / ψῆν «τρίβω», με επίθημα λός (πρβλ. τραυ λός)] …   Dictionary of Greek

  • ψωλοί — ψωλός with the prepuce drawn back masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωλόν — ψωλός with the prepuce drawn back masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποψωλώ — ἀποψωλῶ ( έω) (Α) [ψωλός] 1. γυμνώνω τη βάλανο του ανδρικού οργάνου 2. (μτχ.) ἀπεψωλημένος ασελγής, ακόλαστος …   Dictionary of Greek

  • ψωλή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψωλά Α το πέος σε στύση νεοελλ. (γενικά) το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αρχ. επιθ. ψωλός*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»