-
1 ψῡχ-ωφέλεια
ψῡχ-ωφέλεια, ἡ, Nutzen für den Geist, Suid.
-
2 ψῡχωφέλεια
ψῡχ-ωφέλεια, ἡ, Nutzen für den Geist
См. также в других словарях:
κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… … Dictionary of Greek